Ποιο ιστορικό γεγονός και ποιοι ακριβώς τιμούνται και μνημονεύονται από τις ελληνικές Αρχές και τους εκπροσώπους του ελληνικού λαού;
Από την παραπάνω ανάρτηση (Pella.com) φαίνεται ότι ο Έλληνας παπάς του Μεσημερίου Έδεσσας και 6 πρόκριτοι του χωριού δολοφονήθηκαν από τους «βούλγαρους κομιτατζήδες» στις 2/2/1905. Τα στοιχεία από δημοσιεύματα και οι πληροφορίες από έγγραφα ελληνικών κρατικών υπηρεσιών, όμως, άλλα λένε......
Παραθέτουμε μια σειρά από γεγονότα εκείνης της περιόδου:
http://archive.is/VO9w
Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στην πόλη Βοδενά: Βόντεν / Voden (Έδεσσα), έδρα του ομώνυμου καζά. Τέσσερις φονευμένοι από την ελληνική ομάδα του οπλαρχηγού Επαμεινώνδα. Στη συνέχεια αυτονομιστική τσέτα κυνήγησε «την ελληνικήν συμμορίαν, καταστρέψασα αυτήν σχεδόν καθ ολοκληρίαν. Ευρέθησαν επί τόπου 24 πτώματα Ελλήνων» [ΕΜΠΡΟΣ, 13/12/1904, σ. 2. ΣΚΡΙΠ, 13/12/1904, σ. 4].
Τετάρτη 30 Μαρτίου 1905 (είδηση). Έξω από το χωριό Μεσιμέρι: Μέσιμερ / Mesimer (Μεσημέριον) του καζά Βοδενών. Δύο φονευμένοι από ελληνική ομάδα [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 113, 30/3/1905].
Σάββατο 14 Μαΐου 1905 (είδηση). Έξω από το χωριό Μεσημέρι: Μέσιμερ / Mesimer (Μεσημέριον) του καζά Βοδενών. Τέσσερις σκοτωμένοι Μακεδόνες από Έλληνες [ΣΚΡΙΠ, 14/5/1905, σ. 3].
Παρασκευή 8 Ιουλίου 1905 (είδηση). Στη Μονή της Αγίας Τριάδας κοντά στο χωριό Μέσιμερ / Mesimer (Μεσημέριον) του καζά Καστοριάς. Επτά νεκροί (έξι πρόκριτοι από το Μέσιμερ και ο εξαρχικός παπάς) σε επίθεση του σώματος Ακρίτα (Μαζαράκη) [ΣΚΡΙΠ, 8/7/1905, σ. 4 και 14/7/1905, σ. 3].
Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά). Στο χωριό Μεσημέρι: Μέσιμερ / Mesimer (Μεσημέριον) του καζά Βοδενών. Δύο εξαρχικοί δολοφονημένοι από τις ομάδες των οπλαρχηγών Σάββα και Θεοδόση. Πάνω στα πτώματα βρέθηκε σημείωμα: «Προδόται του Ελληνισμού» [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 726, 17/10/1905. ΣΚΡΙΠ, 19/10/1905, σ. 3].
“... Μετά από αυτή τη συμπλοκή ο Μαζαράκης και τα σώματά του περιόδευσαν στα χωριά Βλάδοβο,Μεσημέρι,Γραμματίκοβο κ.α. στήνοντας ενέδρες στους εξαρχικούς και τους ρουμανίζοντες και εξαναγκάζοντας πολλές κοινότητες να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο. (Η δράση του Μαζαράκη περιγράφεται με αρκετές λεπτομέρειες στην έκθεση του Κορομηλά, αρ. 187 της 28 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1905 προς Υπουργείο Εξωτερικών, Α.Υ.Ε.)
... Στο Μεσημέρι πήρε εκδίκηση για το φόνο του Έλληνα ιερέα Παπα-Στογιάννη (δολοφονηθείς στις αρχές Ιουλίου σύμφωνα με το αρχείο του προξενείου Μοναστηρίου: έκθεση αρ. 621, 20 Ιουλίου 1905 Α.Υ.Π.) “
--------------------------------
Δηλαδή, πότε δολοφονήθηκε ο παπάς του Μεσημερίου, μαζί με τα άλλα 6 άτομα; Το Φεβρουάριο, από τους κομιτατζήδες η τον Ιούλιο, από τον Μαζαράκη, για εκδίκηση του φόνου του ίδιου;;;;;;;;
Εδω μπορείτε να διαβάσετε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Άλμπερτ Σόνισεν, Αναμνήσεις ενός Μακεδόνα αντάρτη, Εκδόσεις Πετσίβα, Αθήνα 2004, σελ. 58-61, σχετικά με το Μεσημέρι Έδεσσας:
...............
Το Μεσημέρι είναι ένα χωριό λίγο έξω από την Έδεσσα, ακριβώς πίσω από τα φυλάκια. Η ιδέα των εξεγερμένων εδώ έχει εξαιρετική σημασία, επειδή, όπως και στην Έδεσσα, μέρος του πληθυσμού είναι Βούλγαροι γραικομάνοι, πιστοί ακόμη στην ορθόδοξη Εκκλησία, επομένως πιστοί και στον Σουλτάνο. Υπήρχαν ωστόσο και κάποιοι που είχαν διαφοροποιηθεί και είχαν μάλιστα ιδρύσει μια τοπική επιτροπή. Συχνά οι τσέτες ερχόταν να επιθεωρήσουν και να ελέγξουν τα λογιστικά βιβλία η να διεκπεραιώσουν μια δίκη.
Ένα χρόνο πριν, ο Λούκα είχε πάει στη Βουλγαρία για να προμηθευτεί πυρομαχικά, ενώ ο Θόδωρος και δεκατέσσερις άντρες πήγαν στο Μεσημέρι μια νύχτα και έμειναν και την επόμενη ημέρα εκεί, επειδή ήταν πολύ καλά μεταμφιεσμένοι. Αλλά ένας γραικομάνος τους είδε να γλιστρούν μέσα από τους οπωρώνες και τους κατέδωσε στον στρατό. Το χωριό περικυκλώθηκε και οι τσέτες ταμπουρώθηκαν σ’ενα πέτρινο σπίτι. Εκεί υπεράσπισαν τους εαυτούς τους για δυόμιση μέρες περίπου. Το τελευταίο εκείνο βράδυ , πυκνή ομίχλη κάλυψε την πεδιάδα και επτά άντρες μας μπόρεσαν να διασπάσουν τις τουρκικές γραμμές και να τους σώσουν. Ο Θόδωρος και άλλοι τέσσερις κατάφεραν να το σκάσουν, ενώ οι υπόλοιποι χάθηκαν στην ομίχλη και έπεσαν στις γραμμές των Τούρκων όπου και βρήκαν το θάνατο. Αυτό το περιστατικό έγινε ύμνος αθάνατος για τους χωρικούς και πέρασε στα δημοτικά τους τραγούδια. Από τότε όμως ο Λούκα απαγόρευσε στους τσέτες του να πηγαίνουν στο Μεσημέρι.
Όπως όλοι οι αρχέγονοι λαοί, έτσι και οι Μακεδόνες καταγράφουν κάθε λεπτομέρεια της ζωής τους στα δημοτικά τραγούδια, που σώζονται για αιώνες και τα οποία κανείς δεν ξέρει ποιος τα συνέθεσε, πιθανόν κάποιος δάσκαλος του χωριού. Τα παιδιά τραγουδούσαν όλα μαζί αυτό το τραγούδι, όταν περνούσε ο Έξαρχος, κι αυτός για τιμωρία τα μάλωνε η τα χαστούκιζε. Αλίμονο όμως στους μεγάλους που θα σφύριζαν το σκοπό. Περνούσαν από δίκη και φυλακίζονταν.
Ο Λούκα και ο βοσκός συμφώνησαν για την είσοδο μας στο Μεσημέρι και οι άλλοι τέσσερις μας έψησαν ένα γουρουνάκι στα κάρβουνα.
Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν ξεκινήσαμε και πάλι την πορεία μας. Έπρεπε να κατεβούμε το βουνό και να περάσουμε μέσα από ένα πυκνό δάσος. Διασχίσαμε ένα μέρος με ιδιαίτερη σημασία για τον Θόδωρο, γιατί εκεί πέρσι είχε συγκρουστεί επιτυχώς με τον καπεταν Θεοδόση, προκάτοχο του καπεταν Κώστα. Ενώ και τα δυο μέρη πολεμούσαν πίσω από τους βράχους, έφτασε στρατός από την Έδεσσα και η μάχη διεξήχθη από τρεις διαφορετικές πλευρές. Κάποια στιγμή ένας Έλληνας τραυματίας έπεσε πάνω σε κάτι βάτα. Καθώς τώρα προχωρούσαμε κοντά στο θάμνο, ο Θόδωρος και οι άντρες που είχαν πάρει μέρος σε εκείνη τη μάχη αναστατώθηκαν γιατί είδαν ένα λερωμένο πανί να τρεμοπαίζει πάνω στα αγκάθια. Αυτό το κουρέλι, μας είπαν, ήταν από την φουστανέλα του Έλληνα. Η φουστανέλα είναι ένα είδος φαρδιάς κοντής φούστας και αποτελεί βασικό τμήμα της εθνικής στολής των Ελλήνων.
«Μοιάζει με φούστα μπαλαρίνας», μου είπε ο Λούκα, «και ταιριάζει απόλυτα με αυτούς που την φορούν!»
Η νύχτα έφτασε και γρήγορα ανέτειλε η πανσέληνος. Πέρα μακριά διακρίνονταν φώτα από πολλά σπίτια. Εκεί ακριβώς μας περίμεναν δυο άντρες.
«Δεν θα πέσουμε στην παγίδα αυτή τη φορά», είπε ο Λούκα. «Μόνο πέντε από μας θα πάνε κάτω. Οι υπόλοιποι θα μείνουν εδώ να φυλάνε ένα μονοπάτι διαφυγής σε περίπτωση δυσάρεστων γεγονότων».
Έτσι ο Λούκα, ο Θόδωρος, ο Αλεξάντερ, ένας άλλος τσετης κι εγώ αρχίσαμε την κατάβαση. Έπρεπε να προσέχουμε πολύ το θόρυβο και της παραμικρής πέτρας. Τη νύχτα κι ο ελάχιστος ήχος ακούγεται εξαιρετικά καθαρά. Τελικά, γλιστρήσαμε μέσα σ’ έναν οπωρώνα, από κει στην πίσω μεριά ενός σπιτιού και μετά μπήκαμε μέσα.
Το δωμάτιο ήταν γεμάτο με άντρες και μερικές γυναίκες που μας δέχτηκαν εγκάρδια αλλά κει με μεγάλη ανησυχία και ένταση. Οι πιο πολλοί άντρες ήταν μεσήλικες, άνθρωποι σκληραγωγημένοι και βασανισμένοι, με τα πρόσωπα ξυρισμένα, γιατί οι γενειοφόροι στις πόλεις της Μακεδονίας μπορούσαν να κινήσουν τις υποψίες των αρχών, επειδή πίστευαν πως μόνον οι κομιτατζήδες είχαν γενειάδα. Η μόνη εξαίρεση ήταν οι παπάδες που ποτέ δεν έκοβαν τα μαλλιά και δεν ξύριζαν τα γένια τους.
Όλοι άκουσαν με προσοχή τη σύντομη ομιλία του Λούκα, κι όταν αυτός τελείωσε άρχισαν να συζητάνε έντονα σχετικά με τη νέα νομοθεσία της Οργάνωσης που πριν έξη μήνες οι αντιπρόσωποι των επαναστατούντων μαζών είχαν καταστήσει νέο Σύνταγμα, το οποίο αναγνώριζε διεθνώς τους χωρικούς που συμμετείχαν στην Επιτροπή. Από δω και στο εξής, τουλάχιστον θεωρητικά, δεν θα πραγματοποιούνταν εξεγέρσεις χωρίς τη συναίνεση των μαχητών, που θα ήταν και αυτοί που θα υπέφεραν στη συνέχεια σε περίπτωση αποτυχίας. Γι’ αυτό οι τοπικές επιτροπές διορίζονταν από τον περιφερειακό βοεβόδα, ο οποίος εκλεγόταν από τον λαό. Τώρα δεν υπήρχε χρόνος για εκλογές μιας νέας τοπικής επιτροπής. Όμως ο Λούκα τους εξήγησε πως θα αντιμετώπιζαν τη διαδικασία της εκλογής και πως θα έστελναν κατάλογο με τα ονόματα των νέων μελών στην περιφερειακή επιτροπή στην Έδεσσα.
Λίγο αργότερα συναντήσαμε τους συντρόφους που μας περίμεναν και τους χωρικούς για να μας βγάλουν από το χωριό.
Εδώ θέλω να αναφερθώ σ’ αυτούς τους δυο συγκεκριμένους άντρες και για το τι μάθαμε από ένα γράμμα από την Έδεσσα, μια εβδομάδα αργότερα. Αν και είχαμε μείνει λιγότερο από τέσσερις ώρες στο Μεσημέρι και είχαμε μπει και βγει στο χωριό με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα, εντούτοις οι Έλληνες την επόμενη πληροφορήθηκαν την άφιξη μας εκεί. Οι δυο οδηγοί μας βρέθηκαν το επόμενο βράδυ στο δάσος με κομμένα τα κεφάλια και πάνω στο ένα πτώμα ήταν καρφιτσωμένο ένα γράμμα με τη γνωστή σφραγίδα των «Στρατιωτών του Χριστού» με τον Εσταυρωμένο. Το γράμμα έγραφε:
“Αυτή είναι η μοίρα όλων εκείνων που προδίδουν την εκκλησία τους υπηρετώντας τον άπιστο ληστή Λούκα. Να έχετε το νου σας εσείς με την ένοχη συνείδηση όταν ο ληστής μπήκε στα σπίτια σας χτες το βράδυ τα μάτια του Αγίου Πνεύματος ήταν πάνω του και πάνω σας, σ’εσας τους ένοχους προδότες».
Δεν υπήρχε κανένας Σερλοκ Χολμς για να διαλευκάνει τους φόνους εκείνης της βραδιάς. Αλλά ακόμη κι ο πιο άπειρος , θα μας οδηγούσε στον Γρηγοράκη στην Εδεσσα.
.............
Και αυτα:
« Στο χωριό Πισοδέρι ζούσε ένας Έλληνας παπάς, μόλις λίγο κάτω απ΄τον Αρχιεπίσκοπο στην ιεραρχία, αλλά πολύ ανώτερος στις ραδιουργίες. Αυτός ο παπά-Σταύρος ήταν ο οργανωτής ενός συστήματος κατασκοπείας που τροφοδοτούσε την Εκκλησία με πολύ ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τους επαναστάτες. Καταρχάς είχε διακριθεί στην Εξέγερση για την άμεση βοήθεια που πρόσφερε στους Τούρκους όταν αυτοί έψαχναν τα μέλη των τοπικών επιτροπών. Δύο φορές έλαβε μέρος σε σφαγές, μια όταν ένας Τούρκος αξιωματικός αρνήθηκε να κάψει ένα συγκεκριμένο χωριό που αυτός του είχε προτείνει και τότε ο παπά-Σταύρος προσέλαβε κακούργους Αλβανούς να το κάνουν[...] Το αριστούργημα του θεωρείται όμως η σφαγή της Ζαγοριτσάνης [...].»
Άλμπερτ Σόνισεν, Αναμνήσεις ενός Μακεδόνα αντάρτη, Εκδόσεις Πετσίβα, Αθήνα 2004, σ. 256
«{...} ο Λούκα ήταν επηρεασμένος αρκετές μέρες μετά το συμβάν. Όλο αυτό το σχέδιο της πυρπόλησης και των σκοτωμών εφαρμοζόταν εδώ και ένα χρόνο από τους ‘Έλληνες. Μόνο στις περιοχές του Λούκα, σχεδόν δεκαπέντε χωριά είχαν δεχτεί πλήγματα επειδή είχαν υποστηρίξει το επαναστατικό κίνημα. Αλλά και σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας είχε συμβεί το ίδιο.{...} ο Λούκα έδωσε τις τελικές διαταγές. Το σύνθημα ήταν οι λέξεις «Μακεδονία» και «Ελευθερία». Όποιος δεν απαντούσε το παρασύνθημα, ήταν εχθρός.»
Άλμπερτ Σόνισεν, Αναμνήσεις ενός Μακεδόνα αντάρτη, Εκδόσεις Πετσίβα, Αθήνα 2004, σ. 46, 50
Από την παραπάνω ανάρτηση (Pella.com) φαίνεται ότι ο Έλληνας παπάς του Μεσημερίου Έδεσσας και 6 πρόκριτοι του χωριού δολοφονήθηκαν από τους «βούλγαρους κομιτατζήδες» στις 2/2/1905. Τα στοιχεία από δημοσιεύματα και οι πληροφορίες από έγγραφα ελληνικών κρατικών υπηρεσιών, όμως, άλλα λένε......
Παραθέτουμε μια σειρά από γεγονότα εκείνης της περιόδου:
http://archive.is/VO9w
Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1904 (είδηση). Κοντά στην πόλη Βοδενά: Βόντεν / Voden (Έδεσσα), έδρα του ομώνυμου καζά. Τέσσερις φονευμένοι από την ελληνική ομάδα του οπλαρχηγού Επαμεινώνδα. Στη συνέχεια αυτονομιστική τσέτα κυνήγησε «την ελληνικήν συμμορίαν, καταστρέψασα αυτήν σχεδόν καθ ολοκληρίαν. Ευρέθησαν επί τόπου 24 πτώματα Ελλήνων» [ΕΜΠΡΟΣ, 13/12/1904, σ. 2. ΣΚΡΙΠ, 13/12/1904, σ. 4].
Τετάρτη 30 Μαρτίου 1905 (είδηση). Έξω από το χωριό Μεσιμέρι: Μέσιμερ / Mesimer (Μεσημέριον) του καζά Βοδενών. Δύο φονευμένοι από ελληνική ομάδα [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 113, 30/3/1905].
Σάββατο 14 Μαΐου 1905 (είδηση). Έξω από το χωριό Μεσημέρι: Μέσιμερ / Mesimer (Μεσημέριον) του καζά Βοδενών. Τέσσερις σκοτωμένοι Μακεδόνες από Έλληνες [ΣΚΡΙΠ, 14/5/1905, σ. 3].
Παρασκευή 8 Ιουλίου 1905 (είδηση). Στη Μονή της Αγίας Τριάδας κοντά στο χωριό Μέσιμερ / Mesimer (Μεσημέριον) του καζά Καστοριάς. Επτά νεκροί (έξι πρόκριτοι από το Μέσιμερ και ο εξαρχικός παπάς) σε επίθεση του σώματος Ακρίτα (Μαζαράκη) [ΣΚΡΙΠ, 8/7/1905, σ. 4 και 14/7/1905, σ. 3].
Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 1905 (πληροφορία από προξενική αναφορά). Στο χωριό Μεσημέρι: Μέσιμερ / Mesimer (Μεσημέριον) του καζά Βοδενών. Δύο εξαρχικοί δολοφονημένοι από τις ομάδες των οπλαρχηγών Σάββα και Θεοδόση. Πάνω στα πτώματα βρέθηκε σημείωμα: «Προδόται του Ελληνισμού» [Προξενείο Θεσσαλονίκης, έγγραφο 726, 17/10/1905. ΣΚΡΙΠ, 19/10/1905, σ. 3].
“... Μετά από αυτή τη συμπλοκή ο Μαζαράκης και τα σώματά του περιόδευσαν στα χωριά Βλάδοβο,Μεσημέρι,Γραμματίκοβο κ.α. στήνοντας ενέδρες στους εξαρχικούς και τους ρουμανίζοντες και εξαναγκάζοντας πολλές κοινότητες να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο. (Η δράση του Μαζαράκη περιγράφεται με αρκετές λεπτομέρειες στην έκθεση του Κορομηλά, αρ. 187 της 28 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1905 προς Υπουργείο Εξωτερικών, Α.Υ.Ε.)
... Στο Μεσημέρι πήρε εκδίκηση για το φόνο του Έλληνα ιερέα Παπα-Στογιάννη (δολοφονηθείς στις αρχές Ιουλίου σύμφωνα με το αρχείο του προξενείου Μοναστηρίου: έκθεση αρ. 621, 20 Ιουλίου 1905 Α.Υ.Π.) “
--------------------------------
Δηλαδή, πότε δολοφονήθηκε ο παπάς του Μεσημερίου, μαζί με τα άλλα 6 άτομα; Το Φεβρουάριο, από τους κομιτατζήδες η τον Ιούλιο, από τον Μαζαράκη, για εκδίκηση του φόνου του ίδιου;;;;;;;;
Εδω μπορείτε να διαβάσετε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Άλμπερτ Σόνισεν, Αναμνήσεις ενός Μακεδόνα αντάρτη, Εκδόσεις Πετσίβα, Αθήνα 2004, σελ. 58-61, σχετικά με το Μεσημέρι Έδεσσας:
...............
Το Μεσημέρι είναι ένα χωριό λίγο έξω από την Έδεσσα, ακριβώς πίσω από τα φυλάκια. Η ιδέα των εξεγερμένων εδώ έχει εξαιρετική σημασία, επειδή, όπως και στην Έδεσσα, μέρος του πληθυσμού είναι Βούλγαροι γραικομάνοι, πιστοί ακόμη στην ορθόδοξη Εκκλησία, επομένως πιστοί και στον Σουλτάνο. Υπήρχαν ωστόσο και κάποιοι που είχαν διαφοροποιηθεί και είχαν μάλιστα ιδρύσει μια τοπική επιτροπή. Συχνά οι τσέτες ερχόταν να επιθεωρήσουν και να ελέγξουν τα λογιστικά βιβλία η να διεκπεραιώσουν μια δίκη.
Ένα χρόνο πριν, ο Λούκα είχε πάει στη Βουλγαρία για να προμηθευτεί πυρομαχικά, ενώ ο Θόδωρος και δεκατέσσερις άντρες πήγαν στο Μεσημέρι μια νύχτα και έμειναν και την επόμενη ημέρα εκεί, επειδή ήταν πολύ καλά μεταμφιεσμένοι. Αλλά ένας γραικομάνος τους είδε να γλιστρούν μέσα από τους οπωρώνες και τους κατέδωσε στον στρατό. Το χωριό περικυκλώθηκε και οι τσέτες ταμπουρώθηκαν σ’ενα πέτρινο σπίτι. Εκεί υπεράσπισαν τους εαυτούς τους για δυόμιση μέρες περίπου. Το τελευταίο εκείνο βράδυ , πυκνή ομίχλη κάλυψε την πεδιάδα και επτά άντρες μας μπόρεσαν να διασπάσουν τις τουρκικές γραμμές και να τους σώσουν. Ο Θόδωρος και άλλοι τέσσερις κατάφεραν να το σκάσουν, ενώ οι υπόλοιποι χάθηκαν στην ομίχλη και έπεσαν στις γραμμές των Τούρκων όπου και βρήκαν το θάνατο. Αυτό το περιστατικό έγινε ύμνος αθάνατος για τους χωρικούς και πέρασε στα δημοτικά τους τραγούδια. Από τότε όμως ο Λούκα απαγόρευσε στους τσέτες του να πηγαίνουν στο Μεσημέρι.
Όπως όλοι οι αρχέγονοι λαοί, έτσι και οι Μακεδόνες καταγράφουν κάθε λεπτομέρεια της ζωής τους στα δημοτικά τραγούδια, που σώζονται για αιώνες και τα οποία κανείς δεν ξέρει ποιος τα συνέθεσε, πιθανόν κάποιος δάσκαλος του χωριού. Τα παιδιά τραγουδούσαν όλα μαζί αυτό το τραγούδι, όταν περνούσε ο Έξαρχος, κι αυτός για τιμωρία τα μάλωνε η τα χαστούκιζε. Αλίμονο όμως στους μεγάλους που θα σφύριζαν το σκοπό. Περνούσαν από δίκη και φυλακίζονταν.
Ο Λούκα και ο βοσκός συμφώνησαν για την είσοδο μας στο Μεσημέρι και οι άλλοι τέσσερις μας έψησαν ένα γουρουνάκι στα κάρβουνα.
Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν ξεκινήσαμε και πάλι την πορεία μας. Έπρεπε να κατεβούμε το βουνό και να περάσουμε μέσα από ένα πυκνό δάσος. Διασχίσαμε ένα μέρος με ιδιαίτερη σημασία για τον Θόδωρο, γιατί εκεί πέρσι είχε συγκρουστεί επιτυχώς με τον καπεταν Θεοδόση, προκάτοχο του καπεταν Κώστα. Ενώ και τα δυο μέρη πολεμούσαν πίσω από τους βράχους, έφτασε στρατός από την Έδεσσα και η μάχη διεξήχθη από τρεις διαφορετικές πλευρές. Κάποια στιγμή ένας Έλληνας τραυματίας έπεσε πάνω σε κάτι βάτα. Καθώς τώρα προχωρούσαμε κοντά στο θάμνο, ο Θόδωρος και οι άντρες που είχαν πάρει μέρος σε εκείνη τη μάχη αναστατώθηκαν γιατί είδαν ένα λερωμένο πανί να τρεμοπαίζει πάνω στα αγκάθια. Αυτό το κουρέλι, μας είπαν, ήταν από την φουστανέλα του Έλληνα. Η φουστανέλα είναι ένα είδος φαρδιάς κοντής φούστας και αποτελεί βασικό τμήμα της εθνικής στολής των Ελλήνων.
«Μοιάζει με φούστα μπαλαρίνας», μου είπε ο Λούκα, «και ταιριάζει απόλυτα με αυτούς που την φορούν!»
Η νύχτα έφτασε και γρήγορα ανέτειλε η πανσέληνος. Πέρα μακριά διακρίνονταν φώτα από πολλά σπίτια. Εκεί ακριβώς μας περίμεναν δυο άντρες.
«Δεν θα πέσουμε στην παγίδα αυτή τη φορά», είπε ο Λούκα. «Μόνο πέντε από μας θα πάνε κάτω. Οι υπόλοιποι θα μείνουν εδώ να φυλάνε ένα μονοπάτι διαφυγής σε περίπτωση δυσάρεστων γεγονότων».
Έτσι ο Λούκα, ο Θόδωρος, ο Αλεξάντερ, ένας άλλος τσετης κι εγώ αρχίσαμε την κατάβαση. Έπρεπε να προσέχουμε πολύ το θόρυβο και της παραμικρής πέτρας. Τη νύχτα κι ο ελάχιστος ήχος ακούγεται εξαιρετικά καθαρά. Τελικά, γλιστρήσαμε μέσα σ’ έναν οπωρώνα, από κει στην πίσω μεριά ενός σπιτιού και μετά μπήκαμε μέσα.
Το δωμάτιο ήταν γεμάτο με άντρες και μερικές γυναίκες που μας δέχτηκαν εγκάρδια αλλά κει με μεγάλη ανησυχία και ένταση. Οι πιο πολλοί άντρες ήταν μεσήλικες, άνθρωποι σκληραγωγημένοι και βασανισμένοι, με τα πρόσωπα ξυρισμένα, γιατί οι γενειοφόροι στις πόλεις της Μακεδονίας μπορούσαν να κινήσουν τις υποψίες των αρχών, επειδή πίστευαν πως μόνον οι κομιτατζήδες είχαν γενειάδα. Η μόνη εξαίρεση ήταν οι παπάδες που ποτέ δεν έκοβαν τα μαλλιά και δεν ξύριζαν τα γένια τους.
Όλοι άκουσαν με προσοχή τη σύντομη ομιλία του Λούκα, κι όταν αυτός τελείωσε άρχισαν να συζητάνε έντονα σχετικά με τη νέα νομοθεσία της Οργάνωσης που πριν έξη μήνες οι αντιπρόσωποι των επαναστατούντων μαζών είχαν καταστήσει νέο Σύνταγμα, το οποίο αναγνώριζε διεθνώς τους χωρικούς που συμμετείχαν στην Επιτροπή. Από δω και στο εξής, τουλάχιστον θεωρητικά, δεν θα πραγματοποιούνταν εξεγέρσεις χωρίς τη συναίνεση των μαχητών, που θα ήταν και αυτοί που θα υπέφεραν στη συνέχεια σε περίπτωση αποτυχίας. Γι’ αυτό οι τοπικές επιτροπές διορίζονταν από τον περιφερειακό βοεβόδα, ο οποίος εκλεγόταν από τον λαό. Τώρα δεν υπήρχε χρόνος για εκλογές μιας νέας τοπικής επιτροπής. Όμως ο Λούκα τους εξήγησε πως θα αντιμετώπιζαν τη διαδικασία της εκλογής και πως θα έστελναν κατάλογο με τα ονόματα των νέων μελών στην περιφερειακή επιτροπή στην Έδεσσα.
Λίγο αργότερα συναντήσαμε τους συντρόφους που μας περίμεναν και τους χωρικούς για να μας βγάλουν από το χωριό.
Εδώ θέλω να αναφερθώ σ’ αυτούς τους δυο συγκεκριμένους άντρες και για το τι μάθαμε από ένα γράμμα από την Έδεσσα, μια εβδομάδα αργότερα. Αν και είχαμε μείνει λιγότερο από τέσσερις ώρες στο Μεσημέρι και είχαμε μπει και βγει στο χωριό με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα, εντούτοις οι Έλληνες την επόμενη πληροφορήθηκαν την άφιξη μας εκεί. Οι δυο οδηγοί μας βρέθηκαν το επόμενο βράδυ στο δάσος με κομμένα τα κεφάλια και πάνω στο ένα πτώμα ήταν καρφιτσωμένο ένα γράμμα με τη γνωστή σφραγίδα των «Στρατιωτών του Χριστού» με τον Εσταυρωμένο. Το γράμμα έγραφε:
“Αυτή είναι η μοίρα όλων εκείνων που προδίδουν την εκκλησία τους υπηρετώντας τον άπιστο ληστή Λούκα. Να έχετε το νου σας εσείς με την ένοχη συνείδηση όταν ο ληστής μπήκε στα σπίτια σας χτες το βράδυ τα μάτια του Αγίου Πνεύματος ήταν πάνω του και πάνω σας, σ’εσας τους ένοχους προδότες».
Δεν υπήρχε κανένας Σερλοκ Χολμς για να διαλευκάνει τους φόνους εκείνης της βραδιάς. Αλλά ακόμη κι ο πιο άπειρος , θα μας οδηγούσε στον Γρηγοράκη στην Εδεσσα.
.............
Και αυτα:
« Στο χωριό Πισοδέρι ζούσε ένας Έλληνας παπάς, μόλις λίγο κάτω απ΄τον Αρχιεπίσκοπο στην ιεραρχία, αλλά πολύ ανώτερος στις ραδιουργίες. Αυτός ο παπά-Σταύρος ήταν ο οργανωτής ενός συστήματος κατασκοπείας που τροφοδοτούσε την Εκκλησία με πολύ ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τους επαναστάτες. Καταρχάς είχε διακριθεί στην Εξέγερση για την άμεση βοήθεια που πρόσφερε στους Τούρκους όταν αυτοί έψαχναν τα μέλη των τοπικών επιτροπών. Δύο φορές έλαβε μέρος σε σφαγές, μια όταν ένας Τούρκος αξιωματικός αρνήθηκε να κάψει ένα συγκεκριμένο χωριό που αυτός του είχε προτείνει και τότε ο παπά-Σταύρος προσέλαβε κακούργους Αλβανούς να το κάνουν[...] Το αριστούργημα του θεωρείται όμως η σφαγή της Ζαγοριτσάνης [...].»
Άλμπερτ Σόνισεν, Αναμνήσεις ενός Μακεδόνα αντάρτη, Εκδόσεις Πετσίβα, Αθήνα 2004, σ. 256
«{...} ο Λούκα ήταν επηρεασμένος αρκετές μέρες μετά το συμβάν. Όλο αυτό το σχέδιο της πυρπόλησης και των σκοτωμών εφαρμοζόταν εδώ και ένα χρόνο από τους ‘Έλληνες. Μόνο στις περιοχές του Λούκα, σχεδόν δεκαπέντε χωριά είχαν δεχτεί πλήγματα επειδή είχαν υποστηρίξει το επαναστατικό κίνημα. Αλλά και σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας είχε συμβεί το ίδιο.{...} ο Λούκα έδωσε τις τελικές διαταγές. Το σύνθημα ήταν οι λέξεις «Μακεδονία» και «Ελευθερία». Όποιος δεν απαντούσε το παρασύνθημα, ήταν εχθρός.»
Άλμπερτ Σόνισεν, Αναμνήσεις ενός Μακεδόνα αντάρτη, Εκδόσεις Πετσίβα, Αθήνα 2004, σ. 46, 50
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου