Με
φρίκη τα διεθνή Μ.Μ.Ε. αναφέρονται στις ομαδικές εκτελέσεις αιχμαλώτων
από φανατικούς εξτρεμιστές του Ισλάμ, στο Ιράκ, τις μέρες αυτές, ή στη
Συρία, τους προηγούμενους μήνες. Ακόμη μεγαλύτερη φρίκη όταν πρόκειται
για αμάχους. Μια παρόμοια ιστορία είναι η ακόλουθη: μια ομάδα ενόπλων,
συναντά στο δάσος καμιά εκατοσταριά άοπλους υλοτόμους, τους συλλαμβάνει,
τους δένει πισθάγκωνα, τους παίρνει μαζί της και όταν φτάνει σε μεγάλο
και βαθύ ποταμό τούς ρίχνει στο νερό. Λίγο αργότερα, δεκάδες πτώματα
ξεβράζοναι στις όχθες. Την ιστορία αυτή τη γνώριζε η Πηνελόπη Δέλτα και
τη βρίσκουμε στο αρχείο της. Είναι μια καταγραμμένη συζήτηση που είχε με
τον επικεφαλής της ένοπλης ομάδας, τον Σπύρο Σπυρομήλιο που συμμετείχε
στον Μακεδονικό Αγώνα ως καπετάν Μπούας. Το ποτάμι είναι ο Αλιάκμονας. Ο
Σπυρομήλιος δεν δικάστηκε για εγκλήματα κατά αμάχων. Προβιβάστηκε σε
στρατηγό της Χωροφυλακής και θεωρείται ήρωας του βορειοηπειρωτικού
αγώνα.
Η Δέλτα συνέλεγε μαρτυρίες για
να γράψει το βιβλίο της Τα μυστικά του βάλτου, ένα βιβλίο που
κυκλοφόρησε σε άπειρα αντίτυπα, καθώς πραγματοποίησε αλλεπάλληλες
εκδόσεις, διαβάστηκε και διαπαιδαγώγησε πολλές γενιές Ελληνόπουλων από
τον Μεσοπόλεμο έως σήμερα. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα εθνικής
διαπαιδαγώγησης και διάπλασης ηρωικών χαρακτήρων, στο οποίο
εξιδανικεύτηκε ο Μακεδονικός Αγώνας, ή μάλλον συγκροτήθηκε η δημόσια
εικόνα του. Δεν είναι η πρώτη φορά που η λογοτεχνία αναλαμβάνει να
ανασυγκροτήσει το παρελθόν ως εθνικό παρελθόν. Και το κάνει πληρέστερα
από την ιστοριογραφία. Δεν έχει ενδοιασμούς να αποσιωπήσει ή να
μεταπλάσει εγκλήματα. Κυρίως η λογοτεχνία προσκομίζει πλοκή, δράση,
συναίσθημα. Η παραπάνω ιστορία αποδίδεται ως το «δυστύχημα της βαρκαδιάς
που βούλιαξε στον Αλιάκμονα και πνίγηκαν οι Βούλγαροι αρκουδιαραίοι,
ξυλοκόποι και καρβουνιάρηδες».
Ο Σπύρος Καράβας στο βιβλίο του
Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας (Βιβλιόραμα, 2014)
αναλαμβάνει να ψηλαφήσει τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε αυτή η
λογοτεχνική εικόνα του Μακεδονικού Αγώνα, διαβάζοντας παράλληλα τα
κείμενα της Δέλτα και αντιπαραβάλλοντάς τα με τις καταγραφές που είχε
συγκεντρώσει στο αρχείο της, αλλά και με τα αρχεία του Υπουργείου
Εξωτερικών όπου συγκεντρώνονταν οι εκθέσεις των προξένων αλλά και των
στρατιωτικών παραγόντων της Μακεδονίας, και τα οποία γνωρίζουμε ότι
επισκεπτόταν και μελετούσε η συγγραφέας.
Η Πηνελόπη Δέλτα, αρκετές
δεκαετίες μετά τον θάνατό της, είναι μια cult προσωπικότητα. Σε
πρόσφατη εκδήλωση, όπου παρουσιάστηκε η έκδοση ενός ανέκδοτου έως τώρα
μυθιστορήματός της, η ιστορικός Ιωάννα Πετροπούλου είπε: «Εδώ η
συγγραφέας ξεδιπλώνει τα σκοτάδια της ψυχής της και δηλώνει την
αλληλεγγύη της με το γυναικείο φύλο, επιχειρώντας να υπηρετήσει την
κοινωνία. Οι Ρωμιοπούλες είναι μια κοινωνική καταγγελία για την ελληνική
πατριαρχική κοινωνία».1 Λυρικοί τόνοι που εξιδανικεύουν μια
γυναίκα-μητέρα που υπέφερε από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα και τους
κοινωνικούς περιορισμούς που της επιβάλλονταν από το κοινωνικό status
της οικογένειάς της.
Πράγματι οι Μπενάκηδες, το πατρικό όνομα της
Δέλτα, υπήρξαν μία από τις κεντρικότερες οικογένειες του ελληνικού 20ού
αιώνα. Μια οικογένεια που συγκεντρώνει τους συμβολισμούς και τα νήματα
ενός κεντρικού αφηγήματος της ελληνικής ιστορίας: διασπορά, αστισμός,
βενιζελισμός, δημοτικισμός, Ίων Δραγούμης, Μακεδονικός Αγώνας, Μουσείο
Μπενάκη, νεοελληνικό μυθιστόρημα, ηρωική έξοδος από τη ζωή. Ένα
μυθιστόρημα για τη ζωή της Πηνελόπης Δέλτα και της οικογένειάς της θα
μπορούσε να είναι μια περιήγηση όχι απλώς στην ιστορία του περασμένου
αιώνα, αλλά μια σάγκα της νεοελληνικής ιστορίας, ένα πορτρέτο της
αστικής Ελλάδας μέσα από τον εξιδανικευτικό καθρέφτη της. Αλλά αυτή η
εικόνα έπρεπε να λευκάνει την πραγματικότητα. Αυτό ακριβώς έκανε η
Δέλτα.
Ο Καράβας μας εισάγει στα ζοφερά υλικά με τα οποία
κατασκευάστηκε η ηρωική εικόνα ενός αγώνα που ανέλαβε να επανορθώσει την
κλονισμένη από τον πόλεμο του 1897 εθνική συνείδηση πριν από τους
Βαλκανικούς πολέμους.
Ένας στρατηγός διηγείται στη Δέλτα τα κατορθώματά του:
Ο
άνθρωπος (Ο Γκέκας) δεν ήταν κατάσκοπος, αυτό φαίνονταν με την πρώτη
ματιά. Ήταν ο κακομοίρης και φρεσκοξυρισμένος. Μα και μεις φοβόμασταν
(μη μας προδώσει). Τον είχαμε λοιπόν δεμένο και τον φοβέριζαν τα παιδιά,
που είχαν κυριολεκτικά αγριέψει. Γιατί άμα πιάνανε κανέναν αιχμάλωτο,
τον αφήναμε πολλές φορές να τρέχει και τον κυνηγούσαν τα παιδιά με τα
μαχαίρια, και τον τρυπούσαν, για να αγριεύουν περισσότερο.
Τον
είχαμε κι αυτόν τέσσερις πέντε μέρες κι από την αγωνία ο δυστυχισμένος
είχε σουρώσει. Εγώ τον λυπόμουν και του έδινα λίγο φαγί κι’ ερχόταν
κοντά μου σα σκυλί. Μα τι τον κάνομε; Αποφασίσαμε να τον σκοτώσομε, για
να μη βασανίζεται περισσότερο. Του είπαμε λοιπόν πως θα τον βγάλομε έξω.
Του δέσαμε τα μάτια και τον πήγαμε σε ένα πάτωμα χωρίς καλύβα, όπου
είχαμε ανοίξει και τον λάκκο του. Τον έβαλα και κάθησε εκεί, με δεμένα
πάντα τα μάτια, και του έρριξα μόνος μου ακουμπητά, δυο σφαίρες
ντουμ-ντουμ. Έπειτα του ανοίξαμε με το μαχαίρι το στήθος για να ιδούμε
τι ζημιές κάνουν οι σφαίρες ντουμ-ντουμ. Τον είχαν καταστρέψει όλο. Εγώ
του είχα δώσει κι ένα δυο λίρες για να τον παρηγορήσω, μα έπειτα του
πήρα όλο το κεμέρι του. (σ. 99)
Ένας άλλος Μακεδονομάχος, ο Γ.
Τσόντος Βάρδας, γράφει για κάποιον που είχε προσχωρήσει στις τάξεις των
ελληνικών ένοπλων σωμάτων, αλλά για να αποδείξει την αφοσίωσή του τού
επιβλήθηκε
να φονεύση πρωτίστως εις το χωρίον του Ζέλοβον και
γυναίκας ακόμη των συγχωριανών του κομιτών (κομιτατζήδων) και των
βουλγαριζόντων.
Ο υπεύθυνος για τον συντονισμό των αντάρτικων
σωμάτων στο ελληνικό προξενείο Μοναστηρίου δίνει οδηγίες για το πώς θα
μεταστραφεί ένα χωριό:
«Θα ρίξωμεν εις αυτό 5-6 μισθούς δια ν’
αρχίση η διαίρεσις. Και την άνοιξιν, αν φύγη ο στρατός, με 3-4 φόνους,
θα γίνη ασφαλώς ιδικόν μας».
Τα παιδιά δεν βρίσκονταν στο
απυρόβλητο. Η ομηρία τους γίνεται μέσο εκβιασμού των γονέων τους. Αφού
αρπάζονται από τις οικογένειές τους και μεταφέρονται σε πόλεις του
ελληνικού βασιλείου,
Ου μόνον εξελληνίζονται εντελώς, αλλά τινές
χρησιμεύωσιν ως όμηροι διά την εν τη ορθοδοξία παραμονήν τών πολλάκις
κλυδωνιζομένων ένεκα διαφόρων λόγων γονέων αυτών.
Τι άλλο θα
μπορούσε να γίνει, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος πληροφορημένος
αναγνώστης, σε μια εποχή, όπως εκείνη των αρχών του 20ού αιώνα, στην
οποία τα εθνικά κράτη διεκδικούσαν τον χώρο ανάπτυξής τους, το ένα σε
βάρος του άλλου προσπαθώντας να πειθαναγκάσουν τους πληθυσμούς να
προσχωρήσουν στη μία ή στην άλλη εθνικότητα, εκφοβίζοντας, διώχνοντας ή
σκοτώνοντας όσους είχαν επιλέξει νομιμοφροσύνη σε αντίπαλα έθνη; Κάπως
έτσι, η Μακεδονία, η Βόρεια Ήπειρος και η νότια Αλβανία, η Δοβρουτσά, η
Θράκη, ο Πόντος και η Μικρά Ασία δεν έγιναν κοιλάδες δακρύων στο πρώτο
τέταρτο του 20ού αιώνα; Μήπως αυτό, δηλαδή η μαζική βία εναντίον των
αμάχων, δεν στάθηκε το κύριο χαρακτηριστικό των Βαλκανικών πολέμων και
του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου στα Βαλκάνια; Στους πληροφορημένους
άλλωστε αυτά ήταν γνωστά, ήδη από το Έκθεση Carnegie του 1914,2 μια
επιτόπια έρευνα για τη βία εναντίον των αμάχων στους πολέμους του
1912-13. Γνωστά βέβαια, αλλά η έρευνα αποδεικνύει ότι η βία ήταν πολύ
μεγαλύτερη. Ο Καράβας αναφέρεται στον πλήρη αφανισμό της πόλης του
Κιλκίς από το ελληνικό στράτευμα, αλλά και στις συνθήκες διαβίωσης των
ντόπιων πληθυσμών υπό ελληνική διοίκηση τα επόμενα χρόνια. Τα άλυτα
μειονοτικά θέματα ήταν αυτά που διαπλέχτηκαν άλλωστε με τον πόλεμο και
τον εμφύλιο πόλεμο στα 1940-50.
Το ζήτημα είναι αν τώρα
αναγνωρίζουμε όλα αυτά ως εκείνο που υπήρξαν ή εξακολουθούμε να τα
ωραιοποιούμε (κάτι το οποίο έγινε στη διάρκεια των χρόνων γύρω από τη
μακεδονική διαμάχη της δεκαετίας του ’90 και εξακολουθεί να γίνεται στη
Βόρεια Ελλάδα όπου υπάρχει και Μουσείο «Μακεδονικού Αγώνα») ή αν, ακόμη
κι αν δεν συμμεριζόμαστε την ωραιοποιημένη εκδοχή του, το αποσιωπούμε.
Εξακολουθούμε να μιλάμε για την ιστορία ως «αυτογνωσία», αλλά αυτογνωσία
είναι να φέρνεις στη Γερμανία τη συζήτηση για το Ολοκαύτωμα, στην
Αμερική για το καθεστώς δουλείας των μαύρων, στη Γαλλία για τα εγκλήματα
της αποικιοκρατίας, στην Ιαπωνία για τα εγκλήματα εναντίον της
Μαντζουρίας, στην Αυστραλία για την εξόντωση των Αβορίγινων, στη
Λατινική Αμερική για την καταστροφή των αυτόχθονων πληθυσμών και των
πολιτισμών τους. Αντίθετα εδώ, στην Ελλάδα, η συζήτηση περί αυτογνωσίας
αφορά τους άλλους, και γιατί δεν αναγνωρίζουν τα εγκλήματα εναντίον μας.
Και
αν η ιστοριογραφία, καθώς και η κριτική φιλολογία, τα τελευταία χρόνια
διήνυσαν αρκετό δρόμο, τι συμβαίνει με την εκπαίδευση και τη δημόσια
ιστορία; Κι ακόμη παραπέρα: για πόσον καιρό ακόμη η λογοτεχνία θα μένει
στο απυρόβλητο ως η αθώα υψηλή τέχνη; Για πόσον καιρό ακόμη η Πηνελόπη
Δέλτα θα παραμένει η «αγαπημένη συγγραφέας των παιδικών μας χρόνων»;
Μαντεύω τις αντιδράσεις: μα οι μεγάλοι συγγραφείς είναι αντιφατικές
προσωπικότητες, μα η Δέλτα έχει γράψει και άλλα έργα τα οποία είναι
πράγματι κριτικά στις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής της, μα ό,τι
αναγνωρίζουμε σήμερα ως έγκλημα, δεν το αναγνώριζαν την εποχή εκείνη,
και στο κάτω κάτω η «πολιτική ορθότητα» δεν είναι κριτήριο για την
αποτίμηση των συγγραφέων και των έργων τους. Σύμφωνοι. Αλλά όλα αυτά τα
«μα», όλες αυτές οι ενστάσεις δείχνουν ότι δεν έχουμε ξεκόψει από τον
κόσμο εκείνης της εποχής, τους δισταγμούς αναψηλάφησης της ιστορίας μας.
Δεν φτάνει η αναψηλάφηση αυτή να περνά μόνο από τις διατριβές και τα
επιστημονικά περιοδικά. Πρέπει να γίνει μέρος της δημόσιας ιστορίας, της
δημόσιας συζήτησης. Να χαρτογραφήσει ξανά το παρελθόν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η Καθημερινή (17.6.2014).
2. Carnegie Endowment for International Peace, Report of the
International Commission to Inquire into the Causes and Conduct of the
Balkan Wars, Ουάσινγκτον 1914. (Επανέκδοση το 1993 με τίτλο The Other
Balkan Wars: A 1913 Carnegie Endowment Inquiry in Retrospect, και
εισαγωγή του παλαίμαχου Αμερικανού διπλωμάτη George Kennan.)
Πηγη: tvxs.gr
http://www.kar.org.gr/2014/07/05/%CF%84-%CE%AC%CF%80%CE%BB%CF%85%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9/