H Γαλλία απεικονίζεται συχνά ως το τέλειο παράδειγμα του σύγχρονου συγκεντρωτισμού και του κρατισμού, γενικά.
Σίγουρα η ιστορία του σύγχρονου έθνους-κράτους είναι αλληλένδετη με τα γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας του δέκατου όγδοου αιώνα. Στο Παρίσι, ένα από τα πρώτα προβλήματα που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει η Εθνοσυνέλευση και η Επιτροπή Δημόσιας Ασφάλειας στη δημιουργία ενός ενιαίου κράτους ήταν ακριβώς η πολλαπλότητα των γλωσσών και των πολιτισμών που ανέκαθεν ήταν παρόντα εντος των συνόρων της Γαλλίας.
Η επιθετική πολιτική, η οποία οδήγησε στην σημερινή συγκεντρωτική Γαλλία που όλοι γνωρίζουμε, εκτός από την καταστολή των παραδοσιακών περιοχών (που αντικαταστάθηκαν από το σύστημα των Τμημάτων που έφτασε ως εμάς σήμερα, σχεδόν αμετάβλητο), επικεντρώθηκε εξ αρχής στη γλώσσα και ειδικότερα στη τοπική διάλεκτο patois που μιλιόταν σχεδόν από το ήμισυ των Γάλλων εκείνης της εποχής. Ως μάρτυρας είναι αυτό το απόσπασμα από την "Έκθεση της Επιτροπής Δημόσιας Υγείας σχετικά με τις Γλώσσες" του Bertrand Barrere της 27ης Ιανουαρίου 1794.
«Κάτω από τη μοναρχία κάθε σπίτι, κάθε πόλη, κάθε επαρχία είναι ένα είδος «χωριστής αυτοκρατορίας» όσον αφορά την ηθική, το δίκαιο, τα έθιμα και ήθη και τη γλώσσα. Ο δεσπότης χρειάζονταν την απομόνωση των ανθρώπων, τη διαχώριση των χώρων, το διαμοιρασμό των συμφερόντων, τα εμπόδια στις επικοινωνίες, την στασιμότητα της ταυτότητας της σκέψης και της δράσης.
Ο δεσποτισμός διατηρούσε μια ποικιλία ιδιωμάτων: μια μοναρχία πρέπει να μοιάζει με πύργο της Βαβέλ. Δεν υπάρχει παρά μόνο μια παγκόσμια γλώσσα για τον τύραννο: αυτή της βίας για να επιτύχει την υπακοή και αυτή των φόρων για να παίρνει τα χρήματα.
Στη δημοκρατία, αντίθετα, η παρακολούθηση της κυβέρνησης έχει εκχωρηθεί σε κάθε πολίτη: για την άσκηση της εν λόγω εποπτείας πρέπει όμως να γνωρίζει πολύ καλά τη γλώσσα.
Οι νόμοι της Δημοκρατίας απαιτούν μια ιδιαίτερη προσοχή της κάθε μιας πάνω στους δικούς της πολίτες, και μια συνεχή παρακολούθηση για τη συμμόρφωση τους με τους νόμους και τη συμπεριφορά των δημοσίων υπαλλήλων.
Μπορούμε, λοιπόν, να επιτρέψουμε να εγκαταλειφτεί η χώρα στην σύγχυση των γλωσσών, στην αμέλεια της εκπαίδευσης του λαού, στην άγνοια των πολιτών;
Επίσης, να μην μιλήσουμε για το κόστος της μετάφρασης των δύο πρώτων νόμων των εθνικών συνελεύσεων στις διάφορες γλώσσες που ομιλούνται στη Γαλλία! Λες και ήταν υποχρέωση μας να διατηρήσουμε αυτές τις βαρβαρικές αργκό και αυτά τα χοντροειδείς ιδιώματα που δεν εξυπηρετούν κανέναν, εκτός από τους φανατικούς αντί-επαναστάτες.
Αν αφήσουμε τους πολίτες στην άγνοια της εθνικής γλώσσας, αυτό θα ισοδυναμούσε με προδοσία της πατρίδας και εμπόδιο και δηλητηρίαση του «ρεύματος της διαφώτισης».»
Αυτό που ο Barère εδώ ονομάζει «Δημοκρατία» δεν είναι παρά η πρώτη ενσάρκωση του σύγχρονου ολοκληρωτικού κράτους, το οποίο, πράγματι, από την πρώτη φάση της εδραίωσης της εξουσίας, ανέλαβε να καταστείλει τις γλώσσες, τις τοπικές συνήθειες και έθιμα υπέρ εκείνων που επιβάλλονται από το Παρίσι στο όνομα της νέας «κοσμικής θρησκείας» του κράτους.
Η έκθεση του Barère, μεταξύ άλλων κι αυτός Οξιτανος, μαζί με την πολύ πιο σαφής «Έκθεση σχετικά με την αναγκαιότητα και τα μέσα για την εξολόθρευση της διαλέκτου patois και την γενίκευση της χρήσης της γαλλικής γλώσσας» που παρουσιάστηκε από τον Abbé Grégoire στις 4 του επόμενου Ιουνίου, στην οποία δηλώνονταν ωμά ότι "Μπορεί να τυποποιηθεί η γλώσσα ενός μεγάλου έθνους. Η επιχείρηση αυτή, η οποία δεν έχει εφαρμοστεί πλήρως από κανένα λαό, είναι αντάξια του γαλλικού λαού, που συγκεντρώνει όλους τους κλάδους της κοινωνικής οργάνωσης, και πρέπει να αφοσιωθεί σε μια Δημοκρατία, μία και αδιαίρετη, η οποία θα χρησιμοποιεί μόνο την πάγια Γλώσσα της Ελευθερίας", αντιπροσώπευε τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής της «Γαλλοποίησης» που διεξάγονταν από τις επαναστατικές και ναπολεονικές κυβερνήσεις και, με μεγαλύτερη ένταση, από την δημοκρατική Τρίτη Δημοκρατία στις αρχές του εικοστού αιώνα. Στην πραγματικότητα, παρά τις επαναστατικές προσπάθειες, το 1914 περίπου 14 εκατομμύρια κάτοικοι παρέμειναν με μητρική γλώσσα την οξιτανικη patois, και γενικά στην Pais d'Oc (Χώρα του Οκ) η Γαλλία και ο πολιτισμό της θεωρούνταν πως είχαν έρθει πέρα από τον Λίγηρα.
Ήταν η πολιτική του σχολείου, βασισμένη στην κατήχηση της νεολαίας μέσω της αυστηρής πειθαρχίας, και δια της σωματικής τιμωρίας, επίσης, σε όσους τολμούσαν να μιλήσουν στη μητρική τους γλώσσα, και η προσπάθεια της να διαμορφώσει την κοινωνία μέσω της προπαγάνδας και των απειλών, όπως όταν έφτασε να ασκήσει πίεση στους κληρικούς να μην δίνουν την Θεια Κοινωνία σε εκείνους που μιλούσαν Οξιταν ή Μπρετον: οι πολιτικές αυτές, στη συνέχεια, επαναλαμβάνονται από τον ιταλικό φασισμό για τον εξιταλισμό των γερμανόφωνων του Τιρόλο και των ίδιων των Οξιτανων στις κοιλάδες του Πιεμόντε.
Ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, το 1972, ο Πρόεδρος Πομπιντού, άλλος ένας με μητρική γλώσσα την Οξιταν, με αυτή τη δήλωση: «δεν υπάρχει χώρος για τις περιφερειακές γλώσσες σε μια Γαλλία, της οποίας η μοίρα είναι να σημαδέψει την Ευρώπης με τη σφραγίδα της" έδειξε όλη τη βλακεία και την επιθετικότητα του κράτους-έθνους και την κοσμική θρησκεία του.
Ότι υπέστησαν οι Οξιτανοί, που σήμερα υπενθυμίζεται με τον όρο στην τοπική διάλεκτο patois "Vergonha."(Ντροπή), οι Βρετονοι και όλες οι μειονότητες και οι γαλλικοί τοπικισμοί, χρησίμευσε ως πρότυπο για το σύγχρονο κράτος και δεν αποτελεί έκπληξη ότι εξήχθη σε όλη την Ευρώπη, ως αποτέλεσμα των επαναστατικών και Ναπολεόντειων πόλεμων, και ιδιαίτερα στην Ιταλία, μια χώρα που δημιουργήθηκε υπό την επίδραση των ίδιων ιδανικών, όπως αποδεικνύεται από το νομικό μας σύστημα και την ίδια εθνική σημαία.
Περισσότερα από διακόσια χρόνια εθνών-κρατών οδήγησαν, εκτός από ένα φοβερό αριθμό νεκρών, στη καταστροφή των τοπικών γλωσσών και πολιτισμών στο όνομα μιας ομοιομορφίας των πολιτών και του έλεγχου των γραφειοκρατιών, μετατρέποντας μια πολυκεντρική και πολύμορφη Ευρώπη σε μια κοινωνία πολιτών αποφασισμένη στο τραπέζι από γραφειοκράτες και τυράννους.
Για την επιστροφή σε ένα κόσμο πιο ποικιλόμορφο, βασισμένο στην φυσική οργάνωση από τα κάτω και τον πλουραλισμό των γλωσσών, πολιτισμών και νομοθεσιών, η μόνη εγγύηση για την ελευθερία του ατόμου, ο μόνος δρόμος για να προχωρήσουμε είναι η κατάρριψη αυτών των μεγάλων κέντρων θεσμικής επιθετικότητας που ονομάζονται κράτη, τα οποία από τη Γαλλική Επανάσταση και έπειτα μας παρέδωσαν ένα κόσμο πιο βίαιο, θλιβερό και πτωχότερο σε πολιτισμό και γνώση.
Περισσότερα εδώ
Σίγουρα η ιστορία του σύγχρονου έθνους-κράτους είναι αλληλένδετη με τα γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας του δέκατου όγδοου αιώνα. Στο Παρίσι, ένα από τα πρώτα προβλήματα που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει η Εθνοσυνέλευση και η Επιτροπή Δημόσιας Ασφάλειας στη δημιουργία ενός ενιαίου κράτους ήταν ακριβώς η πολλαπλότητα των γλωσσών και των πολιτισμών που ανέκαθεν ήταν παρόντα εντος των συνόρων της Γαλλίας.
Η επιθετική πολιτική, η οποία οδήγησε στην σημερινή συγκεντρωτική Γαλλία που όλοι γνωρίζουμε, εκτός από την καταστολή των παραδοσιακών περιοχών (που αντικαταστάθηκαν από το σύστημα των Τμημάτων που έφτασε ως εμάς σήμερα, σχεδόν αμετάβλητο), επικεντρώθηκε εξ αρχής στη γλώσσα και ειδικότερα στη τοπική διάλεκτο patois που μιλιόταν σχεδόν από το ήμισυ των Γάλλων εκείνης της εποχής. Ως μάρτυρας είναι αυτό το απόσπασμα από την "Έκθεση της Επιτροπής Δημόσιας Υγείας σχετικά με τις Γλώσσες" του Bertrand Barrere της 27ης Ιανουαρίου 1794.
«Κάτω από τη μοναρχία κάθε σπίτι, κάθε πόλη, κάθε επαρχία είναι ένα είδος «χωριστής αυτοκρατορίας» όσον αφορά την ηθική, το δίκαιο, τα έθιμα και ήθη και τη γλώσσα. Ο δεσπότης χρειάζονταν την απομόνωση των ανθρώπων, τη διαχώριση των χώρων, το διαμοιρασμό των συμφερόντων, τα εμπόδια στις επικοινωνίες, την στασιμότητα της ταυτότητας της σκέψης και της δράσης.
Ο δεσποτισμός διατηρούσε μια ποικιλία ιδιωμάτων: μια μοναρχία πρέπει να μοιάζει με πύργο της Βαβέλ. Δεν υπάρχει παρά μόνο μια παγκόσμια γλώσσα για τον τύραννο: αυτή της βίας για να επιτύχει την υπακοή και αυτή των φόρων για να παίρνει τα χρήματα.
Στη δημοκρατία, αντίθετα, η παρακολούθηση της κυβέρνησης έχει εκχωρηθεί σε κάθε πολίτη: για την άσκηση της εν λόγω εποπτείας πρέπει όμως να γνωρίζει πολύ καλά τη γλώσσα.
Οι νόμοι της Δημοκρατίας απαιτούν μια ιδιαίτερη προσοχή της κάθε μιας πάνω στους δικούς της πολίτες, και μια συνεχή παρακολούθηση για τη συμμόρφωση τους με τους νόμους και τη συμπεριφορά των δημοσίων υπαλλήλων.
Μπορούμε, λοιπόν, να επιτρέψουμε να εγκαταλειφτεί η χώρα στην σύγχυση των γλωσσών, στην αμέλεια της εκπαίδευσης του λαού, στην άγνοια των πολιτών;
Επίσης, να μην μιλήσουμε για το κόστος της μετάφρασης των δύο πρώτων νόμων των εθνικών συνελεύσεων στις διάφορες γλώσσες που ομιλούνται στη Γαλλία! Λες και ήταν υποχρέωση μας να διατηρήσουμε αυτές τις βαρβαρικές αργκό και αυτά τα χοντροειδείς ιδιώματα που δεν εξυπηρετούν κανέναν, εκτός από τους φανατικούς αντί-επαναστάτες.
Αν αφήσουμε τους πολίτες στην άγνοια της εθνικής γλώσσας, αυτό θα ισοδυναμούσε με προδοσία της πατρίδας και εμπόδιο και δηλητηρίαση του «ρεύματος της διαφώτισης».»
Αυτό που ο Barère εδώ ονομάζει «Δημοκρατία» δεν είναι παρά η πρώτη ενσάρκωση του σύγχρονου ολοκληρωτικού κράτους, το οποίο, πράγματι, από την πρώτη φάση της εδραίωσης της εξουσίας, ανέλαβε να καταστείλει τις γλώσσες, τις τοπικές συνήθειες και έθιμα υπέρ εκείνων που επιβάλλονται από το Παρίσι στο όνομα της νέας «κοσμικής θρησκείας» του κράτους.
Η έκθεση του Barère, μεταξύ άλλων κι αυτός Οξιτανος, μαζί με την πολύ πιο σαφής «Έκθεση σχετικά με την αναγκαιότητα και τα μέσα για την εξολόθρευση της διαλέκτου patois και την γενίκευση της χρήσης της γαλλικής γλώσσας» που παρουσιάστηκε από τον Abbé Grégoire στις 4 του επόμενου Ιουνίου, στην οποία δηλώνονταν ωμά ότι "Μπορεί να τυποποιηθεί η γλώσσα ενός μεγάλου έθνους. Η επιχείρηση αυτή, η οποία δεν έχει εφαρμοστεί πλήρως από κανένα λαό, είναι αντάξια του γαλλικού λαού, που συγκεντρώνει όλους τους κλάδους της κοινωνικής οργάνωσης, και πρέπει να αφοσιωθεί σε μια Δημοκρατία, μία και αδιαίρετη, η οποία θα χρησιμοποιεί μόνο την πάγια Γλώσσα της Ελευθερίας", αντιπροσώπευε τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής της «Γαλλοποίησης» που διεξάγονταν από τις επαναστατικές και ναπολεονικές κυβερνήσεις και, με μεγαλύτερη ένταση, από την δημοκρατική Τρίτη Δημοκρατία στις αρχές του εικοστού αιώνα. Στην πραγματικότητα, παρά τις επαναστατικές προσπάθειες, το 1914 περίπου 14 εκατομμύρια κάτοικοι παρέμειναν με μητρική γλώσσα την οξιτανικη patois, και γενικά στην Pais d'Oc (Χώρα του Οκ) η Γαλλία και ο πολιτισμό της θεωρούνταν πως είχαν έρθει πέρα από τον Λίγηρα.
Ήταν η πολιτική του σχολείου, βασισμένη στην κατήχηση της νεολαίας μέσω της αυστηρής πειθαρχίας, και δια της σωματικής τιμωρίας, επίσης, σε όσους τολμούσαν να μιλήσουν στη μητρική τους γλώσσα, και η προσπάθεια της να διαμορφώσει την κοινωνία μέσω της προπαγάνδας και των απειλών, όπως όταν έφτασε να ασκήσει πίεση στους κληρικούς να μην δίνουν την Θεια Κοινωνία σε εκείνους που μιλούσαν Οξιταν ή Μπρετον: οι πολιτικές αυτές, στη συνέχεια, επαναλαμβάνονται από τον ιταλικό φασισμό για τον εξιταλισμό των γερμανόφωνων του Τιρόλο και των ίδιων των Οξιτανων στις κοιλάδες του Πιεμόντε.
Ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, το 1972, ο Πρόεδρος Πομπιντού, άλλος ένας με μητρική γλώσσα την Οξιταν, με αυτή τη δήλωση: «δεν υπάρχει χώρος για τις περιφερειακές γλώσσες σε μια Γαλλία, της οποίας η μοίρα είναι να σημαδέψει την Ευρώπης με τη σφραγίδα της" έδειξε όλη τη βλακεία και την επιθετικότητα του κράτους-έθνους και την κοσμική θρησκεία του.
Ότι υπέστησαν οι Οξιτανοί, που σήμερα υπενθυμίζεται με τον όρο στην τοπική διάλεκτο patois "Vergonha."(Ντροπή), οι Βρετονοι και όλες οι μειονότητες και οι γαλλικοί τοπικισμοί, χρησίμευσε ως πρότυπο για το σύγχρονο κράτος και δεν αποτελεί έκπληξη ότι εξήχθη σε όλη την Ευρώπη, ως αποτέλεσμα των επαναστατικών και Ναπολεόντειων πόλεμων, και ιδιαίτερα στην Ιταλία, μια χώρα που δημιουργήθηκε υπό την επίδραση των ίδιων ιδανικών, όπως αποδεικνύεται από το νομικό μας σύστημα και την ίδια εθνική σημαία.
Περισσότερα από διακόσια χρόνια εθνών-κρατών οδήγησαν, εκτός από ένα φοβερό αριθμό νεκρών, στη καταστροφή των τοπικών γλωσσών και πολιτισμών στο όνομα μιας ομοιομορφίας των πολιτών και του έλεγχου των γραφειοκρατιών, μετατρέποντας μια πολυκεντρική και πολύμορφη Ευρώπη σε μια κοινωνία πολιτών αποφασισμένη στο τραπέζι από γραφειοκράτες και τυράννους.
Για την επιστροφή σε ένα κόσμο πιο ποικιλόμορφο, βασισμένο στην φυσική οργάνωση από τα κάτω και τον πλουραλισμό των γλωσσών, πολιτισμών και νομοθεσιών, η μόνη εγγύηση για την ελευθερία του ατόμου, ο μόνος δρόμος για να προχωρήσουμε είναι η κατάρριψη αυτών των μεγάλων κέντρων θεσμικής επιθετικότητας που ονομάζονται κράτη, τα οποία από τη Γαλλική Επανάσταση και έπειτα μας παρέδωσαν ένα κόσμο πιο βίαιο, θλιβερό και πτωχότερο σε πολιτισμό και γνώση.
Περισσότερα εδώ