Μακεδονικοί διάλεκτοι στην βόρεια Ελλάδα

8 Μαρ 2009

Η ΠΟΜΑΚΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ

Οι Πομάκοι είναι μία μικρή εθνοτική ομάδα (μέλος της οποίας είναι και ο υποφαινόμενος) που κατοικεί στην βορειοανατολική Ελλάδα, στο τμήμα της Θράκης που απέμεινε στη χώρα μου.
Ο φυσικός χώρος όπου κατοικούσαμε παραδοσιακά είναι η οροσειρά της Ροδόπης, κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού – το σύνολο του οποίου υπολογίζεται περί τις 40.000 άτομα – μετανάστευσε είτε στα πεδινά, κυρίως σε αστικά κέντρα είτε στο εξωτερικό, αναζητώντας ευκαιρίες εργασίας και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Σήμερα ο πομακικός πληθυσμός είναι συμπαγής στα ορεινά του νομού Ξάνθης κατά μείζονα λόγο και δευτερευόντως στις αντίστοιχες περιοχές των διπλανών νομών Ροδόπης και Έβρου. Βεβαίως υπάρχουν πολλαπλάσιοι πομακικοί πληθυσμοί και στη Βουλγαρία και στην Τουρκία, όπως και οικονομικοί μετανάστες σε χώρες όπως η Γερμανία ή η Ολλανδία αλλά θα περιοριστούμε στην αναφορά μας για το εσωτερικό της Ελλάδος.
Αναφορικά με την καταγωγή των Πομάκων υπάρχουν διάφορες θεωρίες. Πρέπει να πω ότι καμμία δεν μπορεί να θεωρηθεί επιστημονικώς στέρεη, καθώς αφενός λείπουν τα απαραίτητα τεκμήρια για την επαρκή υποστήριξή τους κι αφετέρου συνήθως οι εικασίες αποτυπώνουν τα πολιτικά ενδιαφέροντα των εισηγητών τους.
Η πομάκικη γλώσσα είναι μέλος της ευρύτερης οικογένειας σλαβικών γλωσσών της νότιας Βαλκανικής χερσονήσου και περιέχει, όπως είναι ευνόητο, πλήθος τουρκικών και ελληνικών λέξεων. Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των τοπικών ιδιωμάτων, συχνά από το ένα χωριό μέχρι το διπλανό η τοπική διάλεκτος διαφοροποιείται συνεχώς. Η μορφολογία του εδάφους που απέτρεπε την εύκολη επικοινωνία είναι μία προφανής εξήγηση αυτής της ποικιλομορφίας η οποία πάντα αποτελούσε ένα σημαντικό εμπόδιο στην καταγραφή και κωδικοποίηση της πομάκικης γλώσσας. Και στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθούν οι βασικοί λόγοι που η γλώσσα μας έμεινε τόσα χρόνια άγραφη, μέχρι πριν μια δεκαετία.
Κατά τη γνώμη μας δύο είναι οι κυριότεροι λόγοι για την ολιγωρία αυτή που κόστισε τόσο στον πομακικό πληθυσμό και στην πολιτισμική του αυτοσυνειδησία: Είναι λόγοι κοινωνικοί, που ερείδουν στην ψυχοσύνθεση και την αυτοεικόνα του Πομάκου και είναι και λόγοι πολιτικοί, που η αιτία τους ανιχνεύεται εκτός της πομάκικης κοινωνίας. Ξεκινώ από τους πρώτους, οι οποίοι νομίζω ότι επέτρεψαν και την κατίσχυση των δεύτερων: Ο Πομάκος, ως ορεσίβιος και μέλος μιας παραδοσιακής κοινότητας που εκ των πραγμάτων δεν παρακολουθεί κατά πόδας τις εξελίξεις της ευρύτερης κοινωνίας, για πολλά χρόνια είχε ταυτιστεί στη συνείδηση των άλλων με την κοινωνική καθυστέρηση και την οικονομική στενότητα. Τόσο στην πλειονοτική χριστιανική κοινωνία, όσο και στην τουρκόφωνη μουσουλμανική – που κατοικεί στον εύφορο κάμπο της περιοχής ή αποτελεί την αστική τάξη του μωαμεθανικού στοιχείου – για πολλά χρόνια το εθνοτικό μας όνομα χρησιμοποιείτο με τρόπο χλευαστικό ή και περίπου ως βρισιά. Εισπράττοντας την απόρριψη αυτή οι άνθρωποι που κατέβαιναν από το βουνό σιγά σιγά μάθανε να ντρέπονται για την ταυτότητά τους και κατ’ επέκτασιν και για τη γλώσσα τους. Η γλώσσα αυτή, τόσο διαφορετική από τις άλλες που χρησιμοποιούνταν δημοσίως κι επισήμως, ήταν η απόδειξη πως αποτελούσαν κάτι άλλο, ένα τμήμα του πληθυσμού κοινωνικά καθυστερημένο, οικονομικά υποδεέστερο και πολιτικά ανύπαρκτο. Η ταύτιση με την χριστιανική πλειονότητα ήταν για πολλούς λόγους αδύνατη αλλά και με τον τουρκόφωνο πληθυσμό που κυριαρχούσε στον χώρο της μουσουλμανικής μειονότητας επίσης. Έπειτα ήταν κι αυτή η ομοιότητα της πομάκικης γλώσσας με την βουλγαρική και τις άλλες σλαβικές γλώσσες, οι οποίες ήταν, για τις παρελθούσες δεκαετίες, ύποπτες: Η Βόρεια Ελλάδα για χρόνια είχε πρόβλημα με το εναπομείναν βουλγαρόφωνο τμήμα του πληθυσμού (απότοκο δε της κατάστασης αυτής είναι και το λεγόμενο «μακεδονικό» ζήτημα), μετά δε τη Συμφωνία της Γιάλτας και τη λήξη του ελληνικού Εμφυλίου πολέμου, ό,τι έδειχνε σλαβικό ήταν εν δυνάμει απειλή – πόσο μάλλον όταν πολλοί Έλληνες Πομάκοι είχαν και τους συγγενείς τους από την άλλη πλευρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, που ήταν και σύνορα των δύο αντίπαλων αμυντικών συνασπισμών, του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Στους προαναφερθέντες λόγους ήρθαν να προστεθούν κι ακόμη ισχυρότεροι, πολιτικοί. Αυτοί προέρχονταν από δύο χώρες, την Ελλάδα και την Τουρκία, δηλαδή από τη μια μεριά ήταν η επικυρίαρχος και από την άλλη ο αυτόκλητος κηδεμόνας των μουσουλμάνων της ελληνικής Θράκης. Η ελληνική πολιτική είχε αρχικά τις επιφυλάξεις που ανέφερα μόλις τώρα:
Φοβόταν μία ανάπτυξη φιλοβουλγαρικών αισθημάτων στο εσωτερικό της πομάκικης κοινωνίας, όχι μόνο για την δική της ακεραιότητα αλλά και για τη σημασία που θα είχε σε σχέση με τις ευρύτερες ισορροπίες και συμμαχίες στην περιοχή. Άλλωστε μια ματιά στον χάρτη της περιοχής πείθει και τον πλέον αδαή περί τα γεωπολιτικά ότι οι βουλγαρικές βλέψεις στην περιοχή που της εξασφαλίζει έξοδο στο Αιγαίο πέλαγος δεν θα ήταν παροδικές (κάτι που επαληθεύθηκε απόλυτα το 1941, όταν μαζί με τα ναζιστικά κατοχικά στρατεύματα μπήκαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στη Θράκη και βουλγαρικές δυνάμεις και έποικοι).
Ήταν λοιπόν «λογικό» να προσπαθήσει να εξαλείψει το ιδίωμα του ορεσίβιου πληθυσμού της που έμοιαζε τόσο με τη γλώσσα του εχθρού. Δεν ήταν όμως μόνον ο φόβος της βουλγαρικής διείσδυσης. Υπήρχε και η τουρκική πίεση προς την ίδια κατεύθυνση. Η Τουρκία, έχοντας ως στόχο την ομογενοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης και την μετατροπή της από θρησκευτική σε εθνική, τουρκική μειονότητα, εξασφάλισε μέσα από διμερείς συμφωνίες και μορφωτικά πρωτόκολλα (του 1951 και του 1968) ότι στο εσωτερικό της μειονοτικής κοινωνίας η εκπαίδευση θα παρέχεται – πέραν της ελληνικής γλώσσας – μονάχα στην τουρκική. Μάλιστα ένας αριθμός Τούρκων δασκάλων καλούνταν, σε αμοιβαιότητα με τα όσα καθιερώθηκαν για την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, να διδάξουν σε όλους τους γηγενείς μουσουλμάνους τουρκικά και μόνον. Η ανυπαρξία γραπτής και κωδικοποιημένης μορφής της πομακικής γλώσσας διευκόλυνε τον γλωσσικό ευνουχισμό της κοινωνίας μας. Τι άλλο θα μπορούσε να διδαχθεί λοιπόν; Ακόμα και για την Ρωμανί των μουσουλμάνων Τσιγγάνων δεν υπήρξε καμμία πρόβλεψη, είχε λοιπόν κι αυτή την ίδια τύχη: έμεινε στα αζήτητα, μέχρι προσφάτως. Όλοι οι μουσουλμάνοι της περιοχής, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, είμασταν υποχρεωμένοι να τουρκοφωνήσουμε, ασχέτως του τι θέλαμε, ποιοι είμασταν και τι γλώσσα μιλούσαν οι γονείς και οι πρόγονοί μας.
Μετά το 1974, και ακόμη περισσότερο μετά το 1981, η φιλελευθεροποίηση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα αλλά και η διάρρηξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων άρχισε σταδιακά να αλλάζει το κλίμα και στο ζήτημα αυτό. Όταν μάλιστα το 1990, με την πτώση του σοβιετικού μπλοκ και την έκρηξη των εθνικών παθών, επιταχύνθηκαν οι εξελίξεις και καθιερώθηκε απόλυτη ισονομία και ισοπολιτεία στην ελληνική Θράκη (άροντας τους διοικητικούς περιορισμούς που είχαν καθιερωθεί από χρόνια ως αντίποινα σε αντίστοιχα μέτρα κατά των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο), ήταν πολλοί αυτοί που αναζήτησαν την αληθινή πολιτισμική ή εθνοτική τους ταυτότητα. Μεταξύ αυτών είμασταν κι εμείς, μια ομάδα νεαρών Πομάκων που δεν είχαν συνείδηση όσων είχαν γίνει σε βάρος τους τα προηγούμενα χρόνια αλλά διεκδικούσαν την ιδιαιτερότητά τους και δεν δέχονταν ως τετελεσμένο το θάψιμό της για οποιονδήποτε λόγο. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε μία σειρά από απλά πράγματα που οι μεγαλύτεροι σε ηλικία τα είχαν αποδεχθεί: Γιατί να μιλάμε άλλη γλώσσα στο σπίτι και άλλες να μαθαίνουμε στο σχολείο; Κι αν η ελληνική χρειάζεται ή επιβάλλεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους, ή αν η αραβική μας χρειάζεται στη μελέτη του Κορανίου, η τουρκική πού μας χρειάζεται; Γιατί πουθενά στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δεν ακούγεται ποτέ καμμία λέξη πομάκικη, κάποιο τραγούδι πομάκικο, γιατί δεν γίνεται ποτέ κάποια αναφορά στον πολιτισμό μας; Γιατί στο κρατικό ραδιόφωνο να υπάρχουν εκπομπές στην τουρκική γλώσσα αλλά όχι στην πομάκικη; Γιατί στα δικαστήρια υπάρχουν μεταφραστές τουρκικής γλώσσας για τους τουρκόφωνους που δεν γνωρίζουν ελληνικά αλλά δεν υπάρχει μεταφραστής για τα πομάκικα; Γιατί να γίνονται τόσες εκδόσεις σε όλες τις γλώσσες αλλά η δική μας να παραμένει άγραφη; Κτλ, κτλ.
Οι ζυμώσεις έφεραν θεαματικά αποτελέσματα. Το πρώτο βήμα έγινε το 1997, όταν ιδρύσαμε το Κέντρο Πομακικών Μελετών στην Κομοτηνή, θέτοντας το ζήτημα στην πολιτική του βάση: είμασταν αποφασισμένοι να διεκδικήσουμε παντού την ταυτότητά μας, ξεκινώντας βέβαια από τη γλώσσα μας. Καταφέραμε σημαντικά πράγματα και πιστεύω ότι ανοίξαμε τον δρόμο για να πετύχουν κι άλλα άλλες ομάδες ανεξάρτητες από εμάς: Εκδώσαμε την πρώτη πομάκικη εφημερίδα, την «Ζαγάλισα» (που θα πει «αγάπη»), γράφοντας τη γλώσσα μας με ελληνικό αλφάβητο, ώστε να μπορούν να την διαβάσουν οι Πομάκοι της Ελλάδος. Δεχθήκαμε τρομερές αντιδράσεις, καθώς οι μεν άνθρωποι της Τουρκίας φοβήθηκαν ότι θα καταρρεύσει το οικοδόμημα της «ενιαίας μειονότητας» που έχτιζαν επί δεκαετίες, από την ελληνική δε πλευρά υπήρξαν άνθρωποι σε κρατικές θέσεις που είδαν στην απόπειρά μας δημιουργία εντάσεων και πυροδότηση ανεξέλεγκτων εξελίξεων. Ξεκινήσαμε ραδιοφωνικές εκπομπές σε ιδιωτικούς ραδιοσταθμούς με πομάκικα τραγούδια, τραγούδια που τα καταγράψαμε πρώτα και τα κυκλοφορήσαμε σε κασέτες κι αργότερα άλλοι φίλοι σε cd. Ήταν πολύ μεγάλη στιγμή για μας, καθώς ήταν η πρώτη φορά που τα τραγούδια των παππούδων μας, το καβάλι κι η φλογέρα τους ακούγονταν δημοσίως! (Να σημειωθεί ότι παρά τις δύο συνεχόμενες κρούσεις μας στην κρατική ραδιοφωνία και παρά τη δωρεάν προσφορά μας να εκπέμψουμε πομάκικα μουσικά τραγούδια δεν λάβαμε καν απάντηση). Καθώς είχαν ήδη προ διετίας εκδοθεί τα πρώτα λεξικά της πομακικής γλώσσας στην πόλη της Ξάνθης, αποτολμήσαμε μια κίνηση μεγάλης συμβολικής σημασίας: Εκδώσαμε στην Κομοτηνή το πρώτο αναγνωστικό στην πομάκικη γλώσσα, ένα αναγνωστικό για παιδιά της πρώτης τάξης του δημοτικού σχολείου. Ήταν μία απάντηση στις δικαιολογίες του ελληνικού κράτους πως «δεν υπάρχει εκπαιδευτικό υλικό» για την διδασκαλία της γλώσσας μας στα σχολεία, επομένως δεν μπορεί να διδαχθεί.
Με την ενέργειά μας εκείνην αποδείξαμε ότι είναι απλώς θέμα πολιτικής βούλησης και μόνο, αφού η γλώσσα μας παραμένει ζωντανή, η παράδοσή μας είναι πλούσια και αν η επίσημη πολιτεία θέλει να δημιουργήσει εκπαιδευτικό υλικό δεν έχει παρά να ακολουθήσει τον δρόμο που άνοιξε η ιδιωτική πρωτοβουλία. Σήμερα έχουν γίνει πολλές εκδόσεις στην πομακική – τώρα φαίνεται να έχει επικρατήσει μία εμπλουτισμένη μορφή του λατινικού αλφαβήτου στην γραπτή της απόδοση – αλλά κι έχουν κυκλοφορήσει τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες και άλλα προϊόντα του παραδοσιακού μας πολιτισμού, κι όλα μπορούν να αξιοποιηθούν από ένα σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης, όταν υπάρχει έγνοια γι’ αυτό. Τελευταίο δείγμα της σοβαρής, επαγγελματικής δουλειάς που γίνεται από την ιδιωτική πρωτοβουλία στον χώρο της πομάκικης γλώσσας είναι τα βιβλία - και το ψηφιακό δισκάκι – με τα μαθήματα για ελληνόφωνους ενήλικες. Πρόκειται για μία πολύ πρόσφατη προσπάθεια του Πολιτιστικού Αναπτυξιακού Κέντρου Θράκης (ΠΑΚΕΘΡΑ), το οποίο είναι Μη Κυβερνητική Οργάνωση με έδρα την Ξάνθη και στόχο τον πολιτισμό. Είναι εγχειρίδια που δημιουργήθηκαν από την ανάγκη της διδασκαλίας της πομάκικης γλώσσας σε Έλληνες εκπαιδευτικούς που υπηρετούν στα Πομακοχώρια και οι οποίοι έχουν ενδιαφέρον να μάθουν τη γλώσσα του τοπικού πληθυσμού. Για τον ίδιον τον τοπικό πληθυσμό όμως δεν υπάρχει καμμία πολιτειακή πρόβλεψη! Αντιθέτως, κάθε δειλό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή καταλήγει σε αποτυχία.
Επιτρέψτε μου να δώσω ένα μόνο χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα που θα αποσαφηνίσει την κατάσταση που βιώνουμε για το ζήτημα αυτό.
Στα πλαίσια του συγχρηματοδοτούμενου από την Ευρωπαϊκή Ένωση προγράμματος «Εκπαίδευση Μουσουλμανοπαίδων», η επιστημονική υπεύθυνος του οποίου είναι η καθηγήτρια Φραγκουδάκη, δημιουργήθηκαν κάποια νέα σχολικά εγχειρίδια για τα παιδιά της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Τα νέα αυτά βιβλία, κι εδώ αναφέρομαι στα βιβλία διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας, εισήχθησαν ήδη στην μειονοτική εκπαίδευση και διδάσκονται. Στην πολυπληθή λοιπόν ομάδα ειδικών που τα εκπόνησε, κάποιοι είχαν την ευαισθησία να συμπεριλάβουν μέσα δύο πομάκικες λέξεις ως ονόματα, ήταν οι λέξεις «μάικα» (πού σημαίνει «μάνα») και «λεσίτσα» (πού σημαίνει «αλεπού»). Είναι βέβαια προφανής η παιδαγωγική στόχευση των σχεδιαστών, καθώς για πρώτη φορά θα αναγνώριζε το ένα στα τρία μουσουλμανόπαιδα της Θράκης κάτι από τη γλώσσα της μάνας του και του χωριού του.
Δυστυχώς όμως αποδείχθηκε ότι κι αυτό ακόμη ήταν πολύ τολμηρό για τα δεδομένα της περιοχής. Παρότι τα βιβλία είχαν εγκριθεί από το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας, είχαν τυπωθεί και επρόκειτο να διανεμηθούν στους μαθητές, η επέμβαση των φρουρών της «ενιαίας, τουρκικής ταυτότητας» τα κατήργησε! Η δε επιστημονική υπεύθυνος υποχρεώθηκε να τα αποσύρει και να τα ξανατυπώσει αποβάλλοντας από αυτά μονάχα τις δύο αυτές λέξεις (η λεσίτσα αντικαταστάθηκε με το ομόηχό της ελληνικό όνομα Λενίτσα)! Είναι λοιπόν προφανές ότι απέχουμε πολύ ακόμη από τη μέρα εκείνη που θα μπορούμε να ακούσουμε τη γλώσσα μας στα σχολεία μας ή έστω κάπου δημοσίως χωρίς φόβο.
Πρέπει να προσθέσω ότι αυτή η τακτική της απόσυρσης έντυπου υλικού εξαιτίας μιας απλής αναφοράς σε Πομάκους δεν είναι καθόλου πρωτότυπη. Το φθινόπωρο του 1998 ο τότε νομάρχης Ροδόπης απέσυρε από την κυκλοφορία έναν ολοκαίνουργιο τουριστικό οδηγό με τον τίτλο «Ροδόπη, Η Γη των Θρύλων» και τον ξανατύπωσε αποβάλλοντας μονάχα την αναφορά στα πομαοχώρια της περιοχής. Το ίδιο ακριβώς επαναλήφθηκε τον περασμένο Ιανουάριο, πάλι με τουριστικό οδηγό με τίτλο «Νομός Ροδόπης», έκδοση της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Ακόμη και το ίδιο το όνομά μας είναι υπό διωγμόν στα επίσημα έγγραφα, πώς λοιπόν μπορεί κανείς να ελπίζει στην διάσωση της γλώσσας του σε ένα τέτοιο πολιτικό περιβάλλον; Και τι να σκεφθεί κανείς όταν βλέπει καθετί που ανήκει στην πολιτιστική μας παράδοση (παραδοσιακές φορεσιές, είδη λαϊκής τέχνης, πανηγύρια...) είτε να καταχωρείται στην τουρκική παράδοση είτε να ονομάζεται απλώς πολιτισμική κληρονομιά «της ορεινής Ροδόπης»;
Κλείνοντας περιορίζομαι μονάχα σε μία γενική εκτίμηση της σημερινής κατάστασης της πομακικής γλώσσας. Είναι πολύ θετικό ότι τα βήματα αυτά γίνανε πριν εκλείψει ως ζωντανή γλώσσα. Τα όρια όμως της ιδιωτικής πρωτοβουλίας βρίσκονται κάπου εδώ. Δεν μπορεί ένας ιδιώτης να κάνει τίποτε παραπάνω από ό,τι έχει γίνει μέχρι σήμερα. Την σκυτάλη των πρωτοβουλιών πρέπει να την αναλάβει επιτέλους το ελληνικό κράτος. Να νομιμοποιήσει τη χρήση της πομάκικης γλώσσας στα κρατικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ή σε άλλους χώρους όπου σήμερα η τουρκική κατέχει το μονοπώλιο. Αν δεν νιώσει περήφανος ο Πομάκος για την πατροπαράδοτη λαλιά του, την επί τόσα χρόνια παραδομένη στην περιφρόνηση και την περιθωριοποίηση, στερείται ενός στοιχειώδους δικαίωματός του και εξακολουθεί να νιώθει ως πολιτισμικά φτωχός συγγενής των Ελλήνων ή των Τούρκων. Στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης, όπου η γλωσσική πολυμορφία είναι στόχος και πρακτική, νομίζω – και θέλω να ελπίζω – ότι θα προχωρήσουμε. Έτσι ώστε κάποια μέρα να δούμε και στα σχολειά των παιδιών μας να διδάσκεται η γλώσσα των προγόνων μας, να λέγεται η αλεπού «λεσίστα» κι η μάνα «μάικα».

Χαμδή Ομέρ

(Εισήγηση στο διεθνές συνέδριο μειονοτικών γλωσσών του οργανισμού Mercator, Ολλανδία, 23-25 / 11 / 2004)

Σχόλιο:
Και η Μακεδονική γλώσσα, επίσης.
Πολιτιστικός πλούτος της Ελλάδας είναι όλα αυτά, και όλοι οι Έλληνες θα έπρεπε να γνωρίζουν και να μοιράζονται.

8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραίο άρθρο. Θα ήθελα πολύ να το στείλετε με email, στο Βινοζιτο, που μάχεται με όλες τις δυνάμεις του για το "δικαίωμα" των Πομάκων να διακηρύσουν την ΤΟΥΡΚΙΚΗ τους εθνική συνείδηση.
Στους διπρόσωπους υποκριτές του Βινόζιτο, που στη λίστα των υπαρκτών ή φανταστικών μειονοτήτων στην Ελλάδα, των οποίων υποτίθεται ότι τα δικαιώματα υπερασπίζεται, δεν υπάρχουν οι Πομάκοι.
Στους αναίσχυντους Βινοζιτάδες που ισχυρίζονται ότι οι Πομάκοι είναι δημιούργημα του Ελληνικού Κράτους προκειμένου "να αρνηθεί την τουρκική εθνική συνείδηση, της κατά το θρήσκευμα μουσουλμανικής μειονότητας".

bb είπε...

Στέφανε, συμφωνώ απόλυτα με το άρθρο και βρίσκω πάρα πολλές ομοιότητες με την περίπτωση της δικής μας μακεδονικής γλώσσας.
Διαφωνώ κάθετα με την πολιτική του Vinozito, το οποίο δεν βοήθησε ούτε στο ελάχιστο να προβληθεί ο πολιτιστικός πλούτος και η γλώσσα της Μακεδονίας και να μας κάνει να νοιώσουμε υπερήφανοι γι' αυτό.

Ανώνυμος είπε...

Το Βινοζίτο όπως ξέρουν όλοι συνεργάζεται στενά και αλληλοϋποστηρίζεται με τους ακτιβιστές της τουρκικής μειονότητας αλλά και με την Τουρκία γενικότερα. Στο βωμό αυτής της "αδελφοσύνης" (και των όποιων οφελών) θυσιάζεται η ύπαρξη των Πομάκων, ενός λαού με τόσα κοινά στοιχεία με το Μακεδονικό, όχι μόνο στη γλώσσα αλλά και στον πολιτισμό γενικότερα.
Το Βινόζιτο είχε να κάνει μία επιλογή. Ή θα μιλούσε και για τους Πομάκους ή θα είχε σύμμαχους τους Τούρκους μειονοτικούς ακτιβιστές και την Τουρκία. Μεσοβέζικες λύσεις προφανώς δεν του άφησαν οι Τούρκοι. Και επέλεξε.

Ανώνυμος είπε...

Παρεπιμπτόντως, ξέρει κανείς τι έγινε με το blog του ΜΑΚΙΒΕ? Είναι αδρανές εδώ και πολλές μέρες.

Ανώνυμος είπε...

Πρόσεχε μη σε διαβάσει ο Ντεντέ Ασπροθαλασσίτη και σε πιάσει κι εσένα στα γαλλικά ως γκιαούρη... Πραγματικά αρχίζω να αναρωτιέμαι αν είσαι πολλαπλή προσωπικότητα:
α) Από τη μια προβάλεις ένα πρόσωπο πιο ντόμπρα εθνικιστικό από τα ευρωπαϊκά φτιασίδια του Vinozito και συμπλέεις με τους Τούρκους εθνικιστές όπως ο Ντεντέ (που παρεμπιπτόντως είναι Πομάκος στην καταγωγή αλλά τους τύπους της Ζαγαλίσας τους κυνηγάει παρέα με την υπόλοιπη συμμορία του προξενείου).
β) Από την άλλη προβάλεις ένα πρόσωπο εθνοτικό και όχι εθνικό και γράφεις πως "Και η Μακεδονική γλώσσα, επίσης. Πολιτιστικός πλούτος της Ελλάδας είναι όλα αυτά, και όλοι οι Έλληνες θα έπρεπε να γνωρίζουν και να μοιράζονται." όταν η έτερη blogger σου ειδικεύεται στο να κατηγορεί την Ελλάδα πως κλέβει τον πολιτισμό των άλλων και οι ομοεθνείς σου στη διασπορά και βορείως των συνόρων ψάχνουν σε κάθε βιντεάκι χορού στο Youtube να εντοπίσουν "κλεμμένα μακεδονικά" τραγούδια και υπόδουλους αδελφούς.

Μακάρι να αποπολιτικοποιηθεί από όλες τις πλευρές ο πολιτισμός σας ώστε το να χορεύει και να τραγουδά κανείς στη γλώσσα σας να πάψει να θεωρείται ύποπτο από ορισμένους Έλληνες ή ενδεικτικό "Μακεδονικής εθνικής συνείδησης" και ύπαρξης υπόδουλων Αιγαιατών αδελφών από άλλους δικούς σας. Όταν είδα την Δώρα Στράτου να τραγουδάει στα αρβανίτικα (και είναι δύσκολη γλώσσα για ένα ελληνόφωνο) σκέφτηκα μακάρι σύντομα να την ακούσω να τραγουδάει και το Κόρη Ελένη στην ορίτζιναλ γλώσσα του. Αλλά κάτι μου λέει πως για να μείνετε ευχαριστημένοι θα έπρεπε να τραγουδήσει το Begajte Grci...

Ανώνυμος είπε...

Στέφανε

Η ΜΑΚΙΒΕ ενεργοποίησε νέο blog με την επωνυμία iliden makedonia

da zive Macedonia είπε...

ρε ανωνυμε 7:48 βλεπω ξερεις πολλα ..
ξερεις και begajte grci ...
ε μπας και εισαι μακεδόνας και δεν το ξέρεις?

Ανώνυμος είπε...

Μακεδόνας δηλαδή Έλληνας είμαι εγώ φίλε όπως και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι. "Μακεδόνας" δηλαδή Σλαβομακεδόνας νιώθεις εσύ, αλλά δεν έχεις δικαίωμα να καπηλεύεσαι την ταυτότητα των γνήσιων Μακεδόνων που ήταν πάντα εδώ και δεν ήρθαν με την κάθοδο των Σλάβων.