2η Αφήγηση
Η γριούλα, που διηγήθηκε το ακόλουθο συγκλονιστικό γεγονός, χύνοντας μαύρα δάκρια ήταν τότε το 1921-22 νιόπαντρη με το σύζυγο της να μάχεται στη Μικρά Ασία για τα ... «δίκαια» και την... δόξα της πατρίδας μας! Κάθε φορά που διηγιόταν το αποτρόπαιο μαρτύριο, το Γολγοθά των δυο παλληκαριών, άφηνε τα ροδοστάλαχτα δάκρια στα αυλακωμένα από τα χρόνια μάγουλα της! Ξαναζούσε τις φρικτές στιγμές σαν να ήταν χθες και δεν μπορούσε να συγκρατηθεί! Δάκρυζε η γριούλα, όταν έφερνε στο νου, στη θύμηση της τις συγκλονιστικές ώρες, τη βάρβαρη αποτρόπαιη πράξη της Ελληνικής συντεταγμένης πολιτείας, η οποία μόνον με την Ιερά Εξέταση ενός Μεσαίωνα συγκρίνεται! Η Αστυνομική Διεύθυνση ενός νομού της Ελληνικής Μακεδονίας με εντολές της Κεντρικής Διοίκησης είχε καταστρώσει πανούργο , προβοκατόρικο, εγκληματικό σχέδιο για τρομοκράτηση του γηγενούς, ντόπιου σλαβόφωνου πληθυσμού και τον εξαναγκασμό του σε φυγή στη Βουλγαρία, προκειμένου στα άδεια σπίτια των φυγάδων να εγκαταστήσουν πρόσφυγες από την Τουρκία. Η γριούλα άρχισε την τραγική διήγηση: «Ένοπλη ομάδα αγνώστων Ελλήνων, σταλμένη από τις ελληνικές διοικητικές, στρατιωτικές -αστυνομικές Αρχές, παρουσιάστηκε τις μεταμεσονύκτιες ώρες στη στάνη εξηνταπεντάχρονου (65) χωριανού και μιλώντας στη μακεδονική γλώσσα ζήτησαν τυρί, ψωμί, γάλα οτιδήποτε άλλο έχουν, προσποιούμενοι τους Βούλγαρους κομιτατζήδες. Ο ηλικιωμένος βοσκός μαζί με τους δυο γιους του είκοσι οκτώ (28) και τριάντα δυο (32) ετών φοβήθηκαν για τη ζωή τους, όπως ήταν πολύ φυσικό. Γι’ αυτό τους έδωσαν ο, τι είχαν! Το πρωί -χαράματα- κατέφθασαν στη στάνη μένεα πνέοντες χωροφύλακες από τον Αστυνομικό Σταθμό του χωριού. Αλυσοδένουν πατέρα και γιους. Υβρίζοντες και χτυπώντας με κλωτσιές και κοντάκια των όπλων, τους οδηγούν στο Αστυνομικό Τμήμα του χωριού για δήθεν.... ανάκριση! Τους αποδίδουν την κατηγορία ότι τροφοδοτούν Βούλγαρους κομιτατζήδες, πράξη «εσχάτης προδοσίας»! Στη συνέχεια κρεμούν τα δυο παλληκάρια στα κλαδιά πελώριας βερικοκιάς, που υπήρχε στην πλατεία, στο κέντρο του χωριού. Κρεμούν τα δυο παλληκάρια κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αφήνοντας μετά το δέσιμο των χεριών ελεύθερα τα κλαδιά να τεντώνονται αβάσταχτα τα χέρια τους! Στα πόδια του ασπρομάλλη πατέρα, ο οποίος είναι δεμένος στη ρίζα του δέντρου, ρίχνουν οι χωροφύλακες άχυρα (καλαμιές) για να τον... κάψουν! Με ντουντούκες περιέρχονται τα σοκάκια (δρόμους) του χωριού καλώντας όλους τους χωρικούς μικρούς και μεγάλους γέρους και νέους, παιδιά και κορίτσια, γυναίκες και γριές, όλοι όσοι μπορούν να βαδίζουν να συγκεντρωθούν στη πλατεία, απειλώντας με κάψιμο των σπιτιών τους μη συμμορφούμενους! Σε λίγο δυο χιλιάδες άνθρωποι στέκουν απολιθωμένοι ολόγυρα από την κρεμάλα! Γυναίκες, κορίτσια και παιδιά, ακόμη και μωρά στην αγκαλιά αντικρίζουν το αποτρόπαιο βάρβαρο σκηνικό! Όλοι δακρύζουν! Οι γυναίκες κατεβάζουν λίγο πιο κάτω στο μέτωπο τα μαντίλια, που φορούν στο κεφάλι, για να κρύψουν τα κλάματα! Ραγίζουν οι καρδιές όλων ακούγοντας να καλούν σε βοήθεια τα κρεμασμένα παλληκάρια του γέροντα πατέρα τους! Σπαράζοντας από πόνους, στη μακεδονική γλώσσα έλεγαν: «Τατι πομογκνι. Ρακιτια στα ιζλιαβατ οτ ραμιατια», ήτοι «Πατέρα, βοήθησε μας. Τα χέρια μας θα ξεριζωθούν από τους ώμους»! Και ο γέροντας πατέρας κλαίγοντας με λυγμούς δεμένος στη ρίζα του δέντρου απαντάει «Ζλατι ντετσα, στια μα ριζικάρια σαςς σλαμα! Αςς τσαμ βαρτζαν, νε μοζιαμ. Καϊ μπογκ να καρστ στια τεγκλιμια!», ήτοι «Χρυσά μου παιδιά, δεν μπορώ να βοηθήσω! Είμαι δεμένος! Θα με κάψουν με άχυρα! Σαν το Θεό στο Σταυρό θα υποφέρουμε!». Έκλαιγε, έκλαιγε! Παράμερα οι σύζυγοι των κρεμασμένων παλληκαριών λιποθυμούν! Πέφτουν στη γη! Ομάδα συγγενών γυναικών ρίχνει επάνω τους νερό για να συνελθουν! Τα παιδιά γαντζώνονται στα φουστάνια των μητέρων τους κλαίγοντας! Μόνο τα πολύ, πολύ μωρά στην αγκαλιά των μανάδων δεν καταλαβαίνουν! Όλων οι καρδιές ραγίζουν, ακόμη και τα άψυχα, τα βουνά δακρύζουν! Όλων τα μάτια βουρκώνουν και ρίχνουν, ρίχνουν κρυστάλλινα δάκρια, κλαίνε! Όλοι τους ζουν στιγμές απείρου βαρβαρότητας, στιγμές τρόμου!». Στο σημείο αυτό της εξιστόρησης η γριούλα σταματαει τη διήγηση για λίγο, προκειμένου να σκουπίσει τα δάκρυα της, που έτρεχαν ποτάμι! Στη διάρκεια της διήγησης ξετυλίγονταν στο νου των 17χρονων αμούστακων παιδιών, που την ακουγανε, ξετυλίγονταν σκηνές ναζιστικής θηριωδίας από την ιστορία του σχολείου. Με ποια λόγια, με ποιες λέξεις, με ποια χρώματα, με ποια γραφίδα θα μπορούσε να αποδοθεί ακριβώς το μαρτύριο, η κόλαση! Εμείς, τα παιδιά, καθισμένα και δακρυσμένα, απολιθωμένα και άλαλα, κοιτούσαμε τη γριούλα! Για λίγο σιγή απόλυτη, βουβαμάρα, νέκρα επικράτησε, απλώθηκε γύρω μας, θαρρείς εκείνες τις στιγμές οι ψυχές των παλληκαριών είχαν γιορτή! Θαρρείς πανηγύριζαν από το ξεδίπλωμα του μαρτυρίου τους, του Γολγοθά τους σε αθώα, αμούστακα παιδιά για να μην ξεχαστεί ποτέ, ποτέ! Ο γράφων, έφηβος, 17χρονο παιδί τότε, κράτησε το βαρύ σταυρό στον ώμο, την υπόσχεση που έδωσε στη γριούλα και σήμερα πραγματοποιεί το «τάμα» του. Δεν ήταν δυνατόν να σωπάσει, δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς, γιατί αν γινόταν αυτό, η συνείδηση του-τιμωρός δεν θα τον άφηνε ήσυχο να κοιμηθεί! Γιατί, αν γινόταν αυτό, θα ήταν σαν να έστηνε ο ίδιος δεύτερη κρεμάλα για τους σλαβόφωνους. Γιατί , αν γινόταν αυτό, η γριούλα δεν θα το άντεχε στο χώμα! «Τότε η γη θα αναταράσσονταν και θα έκανε το σύννεφο άλογο και το αστρο χαλινάρι και.....». Μετά από ένα περίπου λεπτό απόλυτης σιωπής, συγκλονισμένα εμείς, τα παιδιά, ψελλίσαμε: «Μετέπειτα, γιαγιά, τι έγινε; Τους κάψανε;» «Όχι, παιδιά μου. Τους ξεκρέμασαν και τους κατέβασαν από το δέντρο, αφού έμειναν ώρες πολλές, κρεμασμένοι! Αλλά, τι τα θέλεις; Το ένα παλληκάρι έζησε μόνο δυο χρόνια και το άλλο τέσσερα! Τα χέρια τους κρέμονταν από τους ώμους και δεν μπορούσαν κουτάλι φαγητού να κρατήσουν ούτε τα παντελόνια να σηκώσουν! Τους έτρεφαν σαν μωρά οι γυναίκες τους, ώσπου πέθαναν» και τα δάκρια της ξανάρχισαν να κοίλανε! «Ο παππούς τι έγινε;» ρωτήσαμε. «Ο παππούς από τη λύπη του, βλέποντας τα βλαστάρια του στην κατάσταση αυτή, δεν άντεξε και πέθανε πριν από τα παλληκάρια του. Κάθε μέρα ο γέρος σταυρώνονταν!». Όταν η γριούλα πέθανε, ο γράφων με σεβασμό στη μνήμη της, δακρυσμένος, τη συνόδευε στην τελευταία κατοικία, υποσχόμενος για μια ακόμα φορά να μην ξεχαστούν τα εγκλήματα με οποιοδήποτε τίμημα!
Από το περιοδικό «ΛΟΖΑ» τεύχος 16, Ιούνιος 2010
Για όσους απορούν γιατί έγινε αυτή η ανάρτηση, είναι η απάντηση μου στις πάμπολλες εκδηλώσεις μνήμης για την «γενοκτονία» του Ποντιακού Ελληνισμού.
Δυστυχώς σχεδόν όλα τα ποντιακά σωματεία, ειδικά στην Μακεδονία» επιμένουν να «σκαλίζουν πληγές», με αυτές τις εκδηλώσεις, ξεχνώντας τον πόνο και τα βάσανα του Μακεδονικού ντόπιου πληθυσμού που άρχισαν ακριβώς την εποχή της ανταλλαγής πληθυσμών. Σε κάθε Μακεδόνα, η μνήμη της γενοκτονίας των Ποντίων η της Μικρασιάτικης καταστροφής, φέρνει στο νου του την εθνοκάθαρση που υπέστη, για να δημιουργηθεί «χώρος» για τους Νεοέλληνες εποίκους στη Μακεδονία, δια μέσω των οποίων η Ελλάδα θα μπορούσε να διεκδικήσει διεθνώς την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Ο Ελ. Βενιζέλος ήταν αυτός που απαίτησε την ανταλλαγή των πληθυσμών από τους Τούρκους, γι αυτό τον λόγο! Μέχρι το 1922 η μισή Μακεδονία ήταν μεν ελληνική εδαφικά, αλλά άνευ ελληνικού πληθυσμού η με πολύ μικρή παρουσία αυτού.
Η «γενοκτονία» των Ποντίων στην συνείδηση του Μακεδόνα είναι ταυτισμένη με την δική του εθνοκάθαρση!
Αυτό το blog, κάθε χρόνο την ημέρα της μνήμης της «γενοκτονίας» του Ελληνισμού της Τουρκίας, θα έχει αφιέρωμα στην ΕΘΝΟΚΑΘΑΡΣΗ του Μακεδονικού γηγενούς πληθυσμού από το ελληνικό κράτος, ώσπου να σταματήσουν όλες οι εκδηλώσεις μίσους και ρατσισμού σε αυτήν τη χώρα! Η μόνη Ημέρα Μνήμης αποδεκτή από τους Μακεδόνες είναι η Ημέρα που θα αφιερωθεί κατά των Γενοκτονιών, Εθνοκαθάρσεων, Σφαγών άμαχων και αθώων πληθυσμών, με την ελπίδα να μην ξαναγινούν ποτέ τέτοια βάρβαρα γεγονότα, στον κόσμο. Οι Μακεδόνες έχουμε συγχωρέσει, προσπαθούμε και να ξεχάσουμε. Μπορούν να το κάνουν και οι Έλληνες; Είναι μια ευχή!
Η γριούλα, που διηγήθηκε το ακόλουθο συγκλονιστικό γεγονός, χύνοντας μαύρα δάκρια ήταν τότε το 1921-22 νιόπαντρη με το σύζυγο της να μάχεται στη Μικρά Ασία για τα ... «δίκαια» και την... δόξα της πατρίδας μας! Κάθε φορά που διηγιόταν το αποτρόπαιο μαρτύριο, το Γολγοθά των δυο παλληκαριών, άφηνε τα ροδοστάλαχτα δάκρια στα αυλακωμένα από τα χρόνια μάγουλα της! Ξαναζούσε τις φρικτές στιγμές σαν να ήταν χθες και δεν μπορούσε να συγκρατηθεί! Δάκρυζε η γριούλα, όταν έφερνε στο νου, στη θύμηση της τις συγκλονιστικές ώρες, τη βάρβαρη αποτρόπαιη πράξη της Ελληνικής συντεταγμένης πολιτείας, η οποία μόνον με την Ιερά Εξέταση ενός Μεσαίωνα συγκρίνεται! Η Αστυνομική Διεύθυνση ενός νομού της Ελληνικής Μακεδονίας με εντολές της Κεντρικής Διοίκησης είχε καταστρώσει πανούργο , προβοκατόρικο, εγκληματικό σχέδιο για τρομοκράτηση του γηγενούς, ντόπιου σλαβόφωνου πληθυσμού και τον εξαναγκασμό του σε φυγή στη Βουλγαρία, προκειμένου στα άδεια σπίτια των φυγάδων να εγκαταστήσουν πρόσφυγες από την Τουρκία. Η γριούλα άρχισε την τραγική διήγηση: «Ένοπλη ομάδα αγνώστων Ελλήνων, σταλμένη από τις ελληνικές διοικητικές, στρατιωτικές -αστυνομικές Αρχές, παρουσιάστηκε τις μεταμεσονύκτιες ώρες στη στάνη εξηνταπεντάχρονου (65) χωριανού και μιλώντας στη μακεδονική γλώσσα ζήτησαν τυρί, ψωμί, γάλα οτιδήποτε άλλο έχουν, προσποιούμενοι τους Βούλγαρους κομιτατζήδες. Ο ηλικιωμένος βοσκός μαζί με τους δυο γιους του είκοσι οκτώ (28) και τριάντα δυο (32) ετών φοβήθηκαν για τη ζωή τους, όπως ήταν πολύ φυσικό. Γι’ αυτό τους έδωσαν ο, τι είχαν! Το πρωί -χαράματα- κατέφθασαν στη στάνη μένεα πνέοντες χωροφύλακες από τον Αστυνομικό Σταθμό του χωριού. Αλυσοδένουν πατέρα και γιους. Υβρίζοντες και χτυπώντας με κλωτσιές και κοντάκια των όπλων, τους οδηγούν στο Αστυνομικό Τμήμα του χωριού για δήθεν.... ανάκριση! Τους αποδίδουν την κατηγορία ότι τροφοδοτούν Βούλγαρους κομιτατζήδες, πράξη «εσχάτης προδοσίας»! Στη συνέχεια κρεμούν τα δυο παλληκάρια στα κλαδιά πελώριας βερικοκιάς, που υπήρχε στην πλατεία, στο κέντρο του χωριού. Κρεμούν τα δυο παλληκάρια κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αφήνοντας μετά το δέσιμο των χεριών ελεύθερα τα κλαδιά να τεντώνονται αβάσταχτα τα χέρια τους! Στα πόδια του ασπρομάλλη πατέρα, ο οποίος είναι δεμένος στη ρίζα του δέντρου, ρίχνουν οι χωροφύλακες άχυρα (καλαμιές) για να τον... κάψουν! Με ντουντούκες περιέρχονται τα σοκάκια (δρόμους) του χωριού καλώντας όλους τους χωρικούς μικρούς και μεγάλους γέρους και νέους, παιδιά και κορίτσια, γυναίκες και γριές, όλοι όσοι μπορούν να βαδίζουν να συγκεντρωθούν στη πλατεία, απειλώντας με κάψιμο των σπιτιών τους μη συμμορφούμενους! Σε λίγο δυο χιλιάδες άνθρωποι στέκουν απολιθωμένοι ολόγυρα από την κρεμάλα! Γυναίκες, κορίτσια και παιδιά, ακόμη και μωρά στην αγκαλιά αντικρίζουν το αποτρόπαιο βάρβαρο σκηνικό! Όλοι δακρύζουν! Οι γυναίκες κατεβάζουν λίγο πιο κάτω στο μέτωπο τα μαντίλια, που φορούν στο κεφάλι, για να κρύψουν τα κλάματα! Ραγίζουν οι καρδιές όλων ακούγοντας να καλούν σε βοήθεια τα κρεμασμένα παλληκάρια του γέροντα πατέρα τους! Σπαράζοντας από πόνους, στη μακεδονική γλώσσα έλεγαν: «Τατι πομογκνι. Ρακιτια στα ιζλιαβατ οτ ραμιατια», ήτοι «Πατέρα, βοήθησε μας. Τα χέρια μας θα ξεριζωθούν από τους ώμους»! Και ο γέροντας πατέρας κλαίγοντας με λυγμούς δεμένος στη ρίζα του δέντρου απαντάει «Ζλατι ντετσα, στια μα ριζικάρια σαςς σλαμα! Αςς τσαμ βαρτζαν, νε μοζιαμ. Καϊ μπογκ να καρστ στια τεγκλιμια!», ήτοι «Χρυσά μου παιδιά, δεν μπορώ να βοηθήσω! Είμαι δεμένος! Θα με κάψουν με άχυρα! Σαν το Θεό στο Σταυρό θα υποφέρουμε!». Έκλαιγε, έκλαιγε! Παράμερα οι σύζυγοι των κρεμασμένων παλληκαριών λιποθυμούν! Πέφτουν στη γη! Ομάδα συγγενών γυναικών ρίχνει επάνω τους νερό για να συνελθουν! Τα παιδιά γαντζώνονται στα φουστάνια των μητέρων τους κλαίγοντας! Μόνο τα πολύ, πολύ μωρά στην αγκαλιά των μανάδων δεν καταλαβαίνουν! Όλων οι καρδιές ραγίζουν, ακόμη και τα άψυχα, τα βουνά δακρύζουν! Όλων τα μάτια βουρκώνουν και ρίχνουν, ρίχνουν κρυστάλλινα δάκρια, κλαίνε! Όλοι τους ζουν στιγμές απείρου βαρβαρότητας, στιγμές τρόμου!». Στο σημείο αυτό της εξιστόρησης η γριούλα σταματαει τη διήγηση για λίγο, προκειμένου να σκουπίσει τα δάκρυα της, που έτρεχαν ποτάμι! Στη διάρκεια της διήγησης ξετυλίγονταν στο νου των 17χρονων αμούστακων παιδιών, που την ακουγανε, ξετυλίγονταν σκηνές ναζιστικής θηριωδίας από την ιστορία του σχολείου. Με ποια λόγια, με ποιες λέξεις, με ποια χρώματα, με ποια γραφίδα θα μπορούσε να αποδοθεί ακριβώς το μαρτύριο, η κόλαση! Εμείς, τα παιδιά, καθισμένα και δακρυσμένα, απολιθωμένα και άλαλα, κοιτούσαμε τη γριούλα! Για λίγο σιγή απόλυτη, βουβαμάρα, νέκρα επικράτησε, απλώθηκε γύρω μας, θαρρείς εκείνες τις στιγμές οι ψυχές των παλληκαριών είχαν γιορτή! Θαρρείς πανηγύριζαν από το ξεδίπλωμα του μαρτυρίου τους, του Γολγοθά τους σε αθώα, αμούστακα παιδιά για να μην ξεχαστεί ποτέ, ποτέ! Ο γράφων, έφηβος, 17χρονο παιδί τότε, κράτησε το βαρύ σταυρό στον ώμο, την υπόσχεση που έδωσε στη γριούλα και σήμερα πραγματοποιεί το «τάμα» του. Δεν ήταν δυνατόν να σωπάσει, δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς, γιατί αν γινόταν αυτό, η συνείδηση του-τιμωρός δεν θα τον άφηνε ήσυχο να κοιμηθεί! Γιατί, αν γινόταν αυτό, θα ήταν σαν να έστηνε ο ίδιος δεύτερη κρεμάλα για τους σλαβόφωνους. Γιατί , αν γινόταν αυτό, η γριούλα δεν θα το άντεχε στο χώμα! «Τότε η γη θα αναταράσσονταν και θα έκανε το σύννεφο άλογο και το αστρο χαλινάρι και.....». Μετά από ένα περίπου λεπτό απόλυτης σιωπής, συγκλονισμένα εμείς, τα παιδιά, ψελλίσαμε: «Μετέπειτα, γιαγιά, τι έγινε; Τους κάψανε;» «Όχι, παιδιά μου. Τους ξεκρέμασαν και τους κατέβασαν από το δέντρο, αφού έμειναν ώρες πολλές, κρεμασμένοι! Αλλά, τι τα θέλεις; Το ένα παλληκάρι έζησε μόνο δυο χρόνια και το άλλο τέσσερα! Τα χέρια τους κρέμονταν από τους ώμους και δεν μπορούσαν κουτάλι φαγητού να κρατήσουν ούτε τα παντελόνια να σηκώσουν! Τους έτρεφαν σαν μωρά οι γυναίκες τους, ώσπου πέθαναν» και τα δάκρια της ξανάρχισαν να κοίλανε! «Ο παππούς τι έγινε;» ρωτήσαμε. «Ο παππούς από τη λύπη του, βλέποντας τα βλαστάρια του στην κατάσταση αυτή, δεν άντεξε και πέθανε πριν από τα παλληκάρια του. Κάθε μέρα ο γέρος σταυρώνονταν!». Όταν η γριούλα πέθανε, ο γράφων με σεβασμό στη μνήμη της, δακρυσμένος, τη συνόδευε στην τελευταία κατοικία, υποσχόμενος για μια ακόμα φορά να μην ξεχαστούν τα εγκλήματα με οποιοδήποτε τίμημα!
Από το περιοδικό «ΛΟΖΑ» τεύχος 16, Ιούνιος 2010
Για όσους απορούν γιατί έγινε αυτή η ανάρτηση, είναι η απάντηση μου στις πάμπολλες εκδηλώσεις μνήμης για την «γενοκτονία» του Ποντιακού Ελληνισμού.
Δυστυχώς σχεδόν όλα τα ποντιακά σωματεία, ειδικά στην Μακεδονία» επιμένουν να «σκαλίζουν πληγές», με αυτές τις εκδηλώσεις, ξεχνώντας τον πόνο και τα βάσανα του Μακεδονικού ντόπιου πληθυσμού που άρχισαν ακριβώς την εποχή της ανταλλαγής πληθυσμών. Σε κάθε Μακεδόνα, η μνήμη της γενοκτονίας των Ποντίων η της Μικρασιάτικης καταστροφής, φέρνει στο νου του την εθνοκάθαρση που υπέστη, για να δημιουργηθεί «χώρος» για τους Νεοέλληνες εποίκους στη Μακεδονία, δια μέσω των οποίων η Ελλάδα θα μπορούσε να διεκδικήσει διεθνώς την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Ο Ελ. Βενιζέλος ήταν αυτός που απαίτησε την ανταλλαγή των πληθυσμών από τους Τούρκους, γι αυτό τον λόγο! Μέχρι το 1922 η μισή Μακεδονία ήταν μεν ελληνική εδαφικά, αλλά άνευ ελληνικού πληθυσμού η με πολύ μικρή παρουσία αυτού.
Η «γενοκτονία» των Ποντίων στην συνείδηση του Μακεδόνα είναι ταυτισμένη με την δική του εθνοκάθαρση!
Αυτό το blog, κάθε χρόνο την ημέρα της μνήμης της «γενοκτονίας» του Ελληνισμού της Τουρκίας, θα έχει αφιέρωμα στην ΕΘΝΟΚΑΘΑΡΣΗ του Μακεδονικού γηγενούς πληθυσμού από το ελληνικό κράτος, ώσπου να σταματήσουν όλες οι εκδηλώσεις μίσους και ρατσισμού σε αυτήν τη χώρα! Η μόνη Ημέρα Μνήμης αποδεκτή από τους Μακεδόνες είναι η Ημέρα που θα αφιερωθεί κατά των Γενοκτονιών, Εθνοκαθάρσεων, Σφαγών άμαχων και αθώων πληθυσμών, με την ελπίδα να μην ξαναγινούν ποτέ τέτοια βάρβαρα γεγονότα, στον κόσμο. Οι Μακεδόνες έχουμε συγχωρέσει, προσπαθούμε και να ξεχάσουμε. Μπορούν να το κάνουν και οι Έλληνες; Είναι μια ευχή!